Ερμηνεία λέξεων

πίσω στην αρχική
Λεξη Ερμηνεια Ετικετα
αγαλλίαση

Ουσιαστικό γένους θυληκού, αρχαία ελληνική ἀγάλλω

Είναι μια έντονη αίσθηση χαράς και ευφορίας. Μπορεί να αναφέρεται σε προσωπικές στιγμές ευτυχίας, σε πνευματική ευφορία, ή ακόμη και σε συλλογικές στιγμές όπως οι εορτασμοί..

Στην Αγία Γραφή, η αγαλλίαση εκλαμβάνεται ως μια θεία κατάσταση ή δώρο, που προκαλείται από τη χάρη του Θεού και την πίστη. Η αγαλλίαση δεν είναι μόνο προσωπικό αίσθημα αλλά και δημόσια έκφραση της λατρείας και της ευγνωμοσύνης προς τον Θεό.Την συναντάμε στον (Ησ.65:14,Ψαλ. 32:11 Λουκ 10:21 Πράξ.2:46-47 κ.αλ.)

Α
επιθυμία

Ουσιαστικό γένους θηλυκού

Σημ. η ψυχική τάση (πόθος) του ανθρώπου ν’ αποκτήσει, να γνωρίσει η να ζήσει κάτι που θεωρείται επιθυμητό ή αναγκαίο είτε αυτό είναι αντικείμενο η στόχος η εμμειρία.  Η “επιθυμία” αποτελεί έναν συνδυασμό ενστίκτου η συναισθήματος και συνειδητής βούλησης.  Μπορεί να είναι υγιής και φυσιολογική, αλλά επίσης μπορεί να εξελιχθεί σε υπερβολική ή ανεξέλεγκτη επιθυμία, οδηγώντας σε δυσφορία ή απογοήτευση αν δεν ικανοποιηθεί.

Είδη επιθυμίας:

  1. Σωματική & Ερωτική επιθυμία: Αφορά τις φυσικές ή σωματικές ανάγκες του ανθρώπου, όπως η επιθυμία για τροφή, νερό, ύπνο ή σεξουαλική ικανοποίηση.

  2. Συναισθηματική επιθυμία: Αναφέρεται στις επιθυμίες που συνδέονται με τα συναισθήματα και τις σχέσεις, όπως η επιθυμία για αγάπη, φιλία, αποδοχή ή ασφάλεια.

  3. Πνευματική ή διανοητική επιθυμία: Αφορά την επιδίωξη γνώσης, μάθησης ή ανάπτυξης.

  4. Υλική επιθυμία: Αφορά την απόκτηση πλούτου, πολυτελών αντικειμένων ή αναγνώρισης στην κοινωνία.

  5. Αισθητική επιθυμία: Σχετίζεται με την επιθυμία για όμορφα ή καλαίσθητα πράγματα,(όμορφο περιβάλλον,τέχνη, μουσική, αισθητικές εμπειρίες).

  6. Ηθική επιθυμία: Αφορά την ηθική ή τον χαρακτήρα.Σχετίζεται με την επιθυμία για δικαιοσύνη, αλήθεια ή βοήθεια προς τους άλλους.

  7. Έντονη επιθυμία·: Λαχτάρα, ζήλος, ενθουσιασμός, ενδιαφέρον, ανυπομονησία, αγωνία
  8.  

    Ακόρεστη: Επιθυμία, απληστία

     

Ε
ευφροσύνη, εὐφρόσυνος < εὔφρων

Η “ευφροσύνη” είναι ουσιαστικό γένους θηλυκού, προέρχεται από την αρχαία ελληνική και δηλώνει την κατάσταση της χαράς, της ευτυχίας ή της αγαλλίασης. Αναφέρεται σε μια συναισθηματική κατάσταση ευφορίας η αλλιώς βαθιάς ευχαρίστησης.

Ο όρος “ευφρόσυνος” (ευ + φρόνηση) αναφέρεται σε αυτόν που είναι χαρούμενος ή ευτυχισμένος.

Η λέξη “εύφρων” (ευ + φρόνηση) αναφέρεται σε κάποιον που είναι “ευφρόσυνος”, δηλαδή με καλή διάθεση και χαρούμενος.

Συνολικά, όλοι αυτοί οι όροι συνδέονται με την έννοια της ευτυχίας, της ψυχικής ηρεμίας και της καλής διάθεσης.

Ε
Σχίσματα

Σχίσμα είναι η διαίρεση, η διάσπαση η ρήξη μιας οικογένειας, μιας κοινότητας, μιας θρησκευτικής ομάδας, ενός πολιτικού κόμματος η μιας χώρας…Στην περίπτωση αυτή οι απόψεις, οι αξίες η τα συμφέροντα κάποιων, αποκλίνουν τόσο πολύ απο κάποια άλλα μέλη της ίδιας ομάδας που δημιουργούν ανεπανόρθωτες ρήξεις και ξεχωριστές υποομάδες.

Όταν η πίστη χωρίζει!

1. Η πρώτη αποστολική εκκλησία ταλανιζόταν από σχίσματα (Αρειανισμός, Μοντανισμός, Νοβατιανισμός) και διαμάχες για την εξουσία μεταξύ των επισκόπων, τα οποία τελικά από το 313μ.χ., έθεσαν τις βάσεις για μελλοντικές θεολογικές και εκκλησιαστικές διαφορές, αλλάζοντας κατά τους επόμενους αιώνες την μορφή της…

2. Ακολούθησε το άλλο μεγάλο σχίσμα της εκκλησίας του 1054, γνωστό και ως το Μεγάλο ΣχίσμαΣχίσμα Ανατολής και Δύσης), το σημαντικότερο στην ιστορία της Χριστιανικής Εκκλησίας και αφορούσε την διάσπαση μεταξύ της Ρωμαϊκής Καθολικής Εκκλησίας και της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το σχίσμα αυτό προήλθε από διαφωνίες που είχαν αναπτυχθεί για διάφορα θεολογικά, εκκλησιαστικά και πολιτικά ζητήματα,(με βασικότερο τα πρωτεία), οι οποίες είχαν ενταθεί για αιώνες πριν φτάσουν στο αποκορύφωμά τους το 1054.

3.Το σχίσμα του 16ου αιώνα, γνωστό ως η Προτεσταντική Μεταρρύθμιση, υπήρξε η μεγαλύτερη θρησκευτική διάσπαση στη Δυτική Εκκλησία μετά το Μεγάλο Σχίσμα του 1054 με προταγωνιστή τον μεταρρυθμιστή  Μαρτίνο Λούθηρο…

4. Μετά τη Μεταρρύθμιση, ο Προτεσταντισμός υπήρξε σε συνεχείς διασπάσεις και σχίσματα, καθώς οι διάφοροι ηγέτες και ομάδες θεολόγων ανέπτυξαν διαφορετικές ερμηνείες και πρακτικές.(Αναβαπτιστές, Πεντηκοστιανισμός, Αγγλικανισμός, ευαγγελικοί (evangelical) και προοδευτικοί (liberal)

5. Τον 18ο αιώνα έως τον 21ο συντελέστηκαν κι άλλα σχίσματα τόσο στην Ρωμαιοκαθολική (προοδευτικοί και συντηρητικοί) όσο και στην Ορθόδοξη εκκλησία.(αυτοκαιφαλία του πατριαρχείου της Ουκρανίας)

Σ
Έριδες

Η θεά της φιλονικείας και των διαφωνιών…Γνωστή είναι η φράση “το μήλο της έριδας” που προκάλεσε τον Τρωικό πόλεμο! Κρατάμε ότι η έριδα ως αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης φύσης είναι συνώνυμη με ανταγωνισμούς, ασυμφωνία, διαφορές, διχογνωμίες, λογομαχίες και καβγάδες, στοιχεία που όμως σε χριστιανούς δεν ταιριάζουν!

Ε
Λευΐ- Λευΐτες

Ο Λευΐ υπήρξε ο τρίτος γιός του Ιακώβ από την Λεία την γυναίκα του, (Γεν.29:34) και ο Πατριάρχης μιας εκ των δώδεκα φυλών του Ισραήλ που έφερνε τ’ όνομά του. (Έξ.6:25)  Έζησε 137 έτη και έκανε τους Γηρσών,  Καάθ και Μεραρί. Από τον Καάθ προήλθε ο Αμράμ ο πρωτότοκός του, ο οποίος πήρε για γυναίκα του την Ιωχαβέθ, (κόρη του αδελφού του πατέρα του) κι εγέννησε τους Ααρών και Μωυσή.

Η καθιέρωση της Λευιτικής ιεροσύνης

Στους Ααρών και Μωυσή ο Θεός έδωσε εντολή να βγάλουν τους Ισραηλίτες από την Αίγυπτο «κατά τάγματα», σε διάταξη δηλ. στρατεύματος, (Έξ.6:16-27)  και στους απόγονους του Λευΐ ο Μωυσής αναγνώρισε το δικαίωμα (καθιέρωσε) να εργάζονται για τον Κύριο, (Λευιτική ιεροσύνη) αφού έκρινε πως ήταν οι πλέον αποφασισμένοι κι αφοσιωμένοι στο να υπηρετούν το θέλημα του Θεού. (Έξ.32:29) Στην περίπτωσή τους ίσχυσε αυτό που λένε ότι «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», αφού κέρδισαν στο να ιερατεύουν μεταξύ των άλλων φυλών βουτώντας τα χέρια τους στο αίμα γιών, αδελφών και φίλων τους! Ενέργειες που ανεξάρτητα από το ποιον η τι υπηρετούσαν, για τον σύγχρονο άνθρωπο φαντάζουν από αντιφατικές έως ακατανόητες, αν βέβαια τις κρίνουμε με σημερινούς όρους.

Τα «κατορθώματα» του Λευΐ και η «ευλογία» του Ιακώβ του πατέρα του

Αλλά και ο προπάτοράς τους ο Λευΐ είχε για διαφορετικούς λόγους ανάλογη προϊστορία, καθώς αυτός μαζί με τον δευτερότοκο αδελφό του τον Συμεών σκότωσαν με δόλο «παν αρσενικό» από την πόλη Συχέμ των Ευαίων, στα περίχωρα της οποίας προσωρινά είχαν εγκατασταθεί, με την δικαιολογία ότι ένας άρχοντας εξ αυτών ατίμασε την αδελφή τους Δείνα βιάζοντάς την…(34:1-31) Δεν φαίνεται να υπάρχει αντιστοίχηση στα εγκλήματα που διέπραξαν σ’ όλους εκείνους που σκότωσαν, λήστεψαν κι άρπαξαν τις γυναίκες τους, τα παιδιά τους και τα πλούτη τους, έναντι εκείνου που ατίμασε την αδελφής τους, γι’ αυτό και ο Ιακώβ τους αποδοκιμάζει χαρακτηρίζοντάς τους «βίαιους» «βάναυσους», «ανέντιμους», «όργανα του κακού», «εγκληματίες» και περίπου τους «καταριέται» όταν λέει: «Θέλω διαμοιράσει αυτούς εις τον Ιακώβ, και θέλω διασκορπίσει αυτούς εις τον Ισραήλ». (Γεν.49:5-7)

Οι συνέπειες της «κατάρας»

  1. Κατά την απαρίθμηση του λαού Ισραήλ από τον Μωυσή στην έρημο Σινά οι Λευίτες δεν συμπεριελήφθησαν μεταξύ των «εκλεκτών της συναγωγής, των αρχόντων των φυλών των πατέρων αυτών και των αρχηγών των χιλιάδων του Ισραήλ», αλλά τους δόθηκε από τον Κύριο η αποκλειστική επιστασία και φροντίδα της «Σκηνής του Μαρτυρίου», αφού πρώτα οι ίδιοι θ’ αφιερώνονταν και θα «καθαρίζονταν» κατά το διατεταγμένο. (Αρ.1:47-54, 8:5-22, 4:34-39)
  2. Στην μοιρασιά της γης Χαναάν που κατέλαβαν οι Ισραηλίτες, η φυλή Λευΐ δεν θα είχε «κληρονομία και μερίδα», κι αυτό κατ’ εντολή του Κυρίου διότι όπως είπε, «εγώ είμαι η μερίς σου και η κληρονομία σου εν μέσω των υιών Ισραήλ». (Αρ.18:20)

Συμπέρασμα

Ο Κύριος παίρνει τους ανθρώπους αυτούς που τα χέρια τους είναι βουτηγμένα στο αίμα από το καιρό του προπάππου τους, και τους βάζει σε υπηρεσία και μάλιστα τέτοια που να στέκουν μεταξύ του ιδίου και του λαού! Δεν τους τιμωρεί αλλά τους δίνει την ευκαιρία να εξιλεωθούν για τις αποτρόπαιες πράξεις τους τοποθετώντας τους στην άμεση παρουσία Του, κάτω από την επίβλεψή Του και φέρνοντας τα φορτία Του. Μέχρι τότε ο Θεός εξαντλούσε την οργή Του στους πρωτότοκους γιούς των οικογενειών των φυλών του Ισραήλ, όπως έκανε και με τους πρωτότοκους των Αιγυπτίων όταν αμάρτησαν ενώπιόν Του, και τώρα, με αφορμή την ιεροσύνη των Λευιτών που ο ίδιος καθιερώνει αυτό αλλάζει, καθώς αυτοί που θα Τον υπηρετούσαν εκ του πλησίον, θα ήταν εκείνοι που θα’ δίναν λόγο για τις αμαρτίες του λαού, προκειμένου να μην τον καταστρέψει κάθε φορά που γινόταν παραβάτης του Νόμου…

Λ
Ιερέας-είς:
  1. Ο λειτουργός μιας θρησκείας,  επιφορτισμένος με τα καθήκοντα τέλεσης των θρησκευτικών τελετών, της φροντίδας για τους ναούς και της πνευματικής καθοδήγησης των πιστών.
  2. Στην Π.Δ. είχε την θέση του υπεύθυνου για την τέλεση της λατρείας, την αποκάλυψη του θελήματος του Θεού και την διδασκαλία του Νόμου. Είχαν ξεχωριστή θέση μεταξύ του λαού, καθώς κατ’ εντολή του Θεού ήταν «οι βαστάζοντες την κιβωτόν της διαθήκης του Κυρίου» (Δευτ.31:9) ενώ «επέλυαν διαφορές κι αποφαίνονταν για αρρώστιες». (Δευτ.21:5, Μαρκ.1:44) Ιερατικά καθήκοντα ασκούσαν όλοι όσοι ανήκαν στην φυλή του Λευΐ, κι ανάλογα με τις διαιρέσεις αυτών, οι ιερείς προσέφεραν τα ολοκαυτώματα και τας ειρηνικάς θυσίας και οι Λευίτες τους βοηθούσαν κάνοντας άλλες εργασίες μέσα κι έξω από τον Ναό (Β΄Χρ.13:9,31:2,Αρ.3:10) Ιερείς και Λευίτες έπρεπε να είναι ευσεβείς και να αγιάζονται, προσφέροντας πρώτα θυσίες περί αμαρτίας για τον εαυτό τους και ύστερα για τον λαό. (Β΄Χρ.23:6 κ.αλ.)
  3. Ο προφήτης Ησαΐας προφήτευσε για την επέκταση της ιερατικής ιδιότητας. Το ιερατείο που θα προέκυπτε από την νέα εξέλιξη, “θ’ απολάμβανε τα πλούτη των εθνών και με την δόξα τους θα στολιζόταν…” (Ησ.61:6) 
  4. Στην Κ.Δ. η πρόρρηση του Ησαΐα αφορούσε κατά τον απόστολο Πέτρο «ένα πολύ μεγάλο πλήθος λαού που ο Θεός θα ξεχώριζε ανάμεσα σε πολλούς άλλους» και θα ευλογούσε χτίζοντας έναν «Ναό πνευματικό», όπου θα υπηρετούσαν ως «ιεράτευμα άγιον», προσφέροντας «θυσίας πνευματικάς» ευπροσδέκτους εις τον Θεόν διά Ιησού Χριστού. (Α΄Πέτ.2:5 Εβρ.9:15 κ.αλ.)
  5. Το Αρχιερατικό αξίωμα του Ιησού Χριστού αναφέρεται στην μοναδική θυσία Του, καθιστώντας τον Αρχιερέα κατά την τάξη Μελχισεδέκ. Με μια μόνο προσφορά εισήλθε στ’ αληθινά Άγια των Αγίων των ουρανών και όχι σ’ αντίτυπα όπως της πρώτης σκηνής, που αντίθετα με τους ιερείς θα’ πρεπε να εισέρχονται σ’ αυτήν και να θυσιάζουν συνεχώς, αρχικά για τον εαυτόν τους κι ύστερα για τους άλλους…. Η θυσία Του – που εξαλείφει τις παραβάσεις της πρώτης Διαθήκης και καθαρίζει τις συνειδήσεις,- καταργεί το Ιουδαϊκό ιερατείο, και μέσω του Σταυρού, ο Ιησούς καθιερώνει την αιώνια τελειότητα για εκείνους που εξαγνίστηκαν με το αίμα Του! (Εβρ.5:1-10 κ.αλ.)
  6. Είναι ολοφάνερο σήμερα πως ο ρόλος του ιερέα έχει εξελιχθεί σε επάγγελμα και λιγότερο σε λειτούργημα. Αν και αυτό μπορεί να δικαιολογείται και να έχει καθιερωθεί από τα εκκλησιαστικά δίκαια κάποιων χριστιανικών παραδόσεων, τέτοιες αντιλήψεις δεν αποτυπώνονται στον κανόνα της Κ.Δ. Ο ιερέας, όποιον τίτλο και αν φέρει (εφημέριος, πρεσβύτερος κ.ά.), σε καμία περίπτωση ΔΕΝ «αντικαθιστά» τον Χριστό, ούτε επικαλείται εξουσίες που δεν του ανήκουν, όπως η συγχώρεση (Ματθ.9:6 κ.ά.). Αντιθέτως, ο ρόλος του ιερέα είναι να Τον υπηρετεί με αλήθεια, δικαιοσύνη και πίστη.
Ι
Εφημερία:  

ἐπί + ἡμέρα. Σημ. 1. Υπηρεσία πέρα από το κανονικό πρόγραμμα και ωράριο(π.χ. εφημερίες νοσοκομείων) 2. Από την Αγία Γραφή μαθαίνουμε πως ήταν δεκαπενθήμερη υπηρεσία στον Ναό του Σολομώντα εκ μέρους των διορισθέντων για τον σκοπό αυτό ιερέων ενώ αργότερα έως και σήμερα λογίζεται ως η εβδομαδιαία υπηρεσία κληρικών σε ναό.

ΠΟΙΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΜΈΝΑ

Την περίοδο που βασιλιάς στο Ισραήλ ήταν ο Δαυίδ, διόρισε 24 εφημερίες για όλο τον χρόνο, τις οποίες οι απόγονοι του Ελεάζαρ και του Ιθάμαρ θα υπηρετούσαν στον Ναό με κλήρο. Διαιρώντας τους 12 μήνες του χρόνου με το 24, βγαίνουν 15 ημέρες για κάθε εφημερία. Αυτοί που τις υπηρετούσαν ονομάστηκαν, «διευθυνταί του αγιαστηρίου και διευθυνταί του οίκου του Θεού…». Τα ονόματα και η σειρά των 24 εφημεριών, φαίνονται στο Α΄ Χρονικών. (Α΄Χρ.24:5)

ΣΤΗΝ Κ.Δ.

Από το Λουκάς (1:5) πληροφορούμαστε ότι ο Ζαχαρίας ιεράτευε κατά την “εφημερία Αβιά”. Αυτή ήταν μία από τις 24 εφημερίες που είχαν οι Ισραηλίτες για τους ιερείς τους. Εκεί, στο εδάφιο 10, φαίνεται ότι η εφημερία του Αβιά ήταν η 8η δηλαδή το 8ο  δεκαπενθήμερο της κάθε χρονιάς.

Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΕΒΡΑΙΚΟΥ ΕΤΟΥΣ

Το Εβραϊκό έτος δεν άρχιζε τον Ιανουάριο αλλά τον μήνα Νισσάν ή Αβίβ της Εξόδου του Ισραήλ από την Αίγυπτο: “Ο μην ούτος θέλει είσθαι εις εσάς αρχή μηνών. Πρώτος των μηνών…” (Έξ. 12:2). Αρχίζοντας από τα μέσα Μαρτίου, στον οποίον αντιστοιχεί η αρχή του μηνός Νισσάν ή Αβίβ, ΚΑΙ λογαριάζοντας ΣΥΝ 8 δεκαπενθήμερα που θα ήταν για την «εφημερία Αβιά», συμπεραίνουμε πως αυτός συμπίπτει με τον μήνα 15 Μαρτίου+ (8*15)= 15 Ιουλίου τέλος της εφημερίας.

ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΑΛΛΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:

  1. Όταν η Ιερουσαλήμ καταστράφηκε το 587 π.Χ., οι εφημερίες έπαψαν, και οι εφημέριοι σκορπίστηκαν. Όταν επέστρεψαν από την αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα και ξανάρχισαν να λειτουργούν, η σειρά ήταν πλέον διαφορετική και από 8η που ήταν η εφημερία Αβιά γίνεται 12η .Το ίδιο επηρεάστηκε και ο αριθμός τους καθώς έγιναν πολύ ολιγότερες από 24 που αρχικά ήταν. (Νεεμ.12:1-7).
  2. Στα ύστερα χρόνια η εφημερία ήταν μόνο για μία εβδομάδα,από Σάββατο σε Σάββατο, και αυτό γινόταν δύο φορές το χρόνο, μέχρι βέβαια της καταστροφής εκ νέου του Ναού από τους Ρωμαίους το 70μ.χ., οπότε, όχι μόνο αυτές καταργήθηκαν απ’ όσες ήταν αλλά και οι λίγοι εναπομείναντες Ιουδαίοι σκορπίστηκαν στα τέσσερα σημεία της γης (Φλ. Ιώσηπος: “Αρχαιότητες”,βιβλίο 7ο,14: 7), (Β΄Χρον.7:17-22)
Ε
Αυτήκοος (Μάρτυρας):

1 . Αυτός που άκουσεο ίδιος κάτι, με τα ίδια του τα αφτιά. 2. Αυτήκοοι μάρτυρες ορίζονται κι εκείνοι επίσης που αν και δεν ήταν προσωπικά παρόντες στο γεγονός, είχαν πρόσβαση όμως σε εκείνους που ήταν, και οι οποίοι με την μαρτυρία τους επαλήθευσαν τα περισσότερα από κείνα που τους ανέφεραν…

Στην Χριστιανική πίστη:

Ο Ματθαίος, ήταν αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας της ζωής και διδασκαλίας του Ιησού, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας και κατέγραψε. Όπου δεν ήταν ο ίδιος, είχε πρόσβαση σ’ εκείνους που ήταν, και οι οποίοι με τις μαρτυρίες τους επαλήθευσαν ότι ο ίδιος έβλεπε κι άκουγε για τον Ιησού Χριστό. Τα ίδια ισχύουν και για τον Ιωάννη τον απόστολο, τον Ιάκωβο τον αδελφόθεο όπως ονομάστηκε κ.αλ.

Ο Λουκάς: Θεωρείται “αυτήκοος μάρτυρας” με την ευρύτερη έννοια του όρου, επειδή όπως αναφέρει και ο ίδιος, συνεργάστηκε στενά με τον Παύλο κι άλλους Αποστόλους όπως τον Πέτρο, γεγονός που του επέτρεψε να συλλέξει αυθεντικές μαρτυρίες για τη ζωή του Ιησού και την αρχή της Εκκλησίας. Η μεθοδολογία του και η αφοσίωσή του στην ακριβή καταγραφή των γεγονότων τον καθιστούν σημαντικό και αξιόπιστο μάρτυρα για την εποχή του. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τον Μάρκο και το δικό του ευαγγέλιο πλην όμως, και οι δύο όπως είπαμε ανέτρεξαν στους «απ’ αρχής», στους μαθητές του Κυρίου δηλαδή που πρώτα ήταν 12 έπειτα έγιναν 70 ύστερα 120 και οι οποίοι εκτός από «αυτόπται μάρτυρες» έγιναν και «υπηρέται του λόγου». (Λουκ.1:2)

Ο απόστολος Παύλος δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας με την αυστηρή έννοια, όμως η μαρτυρία του για τη ζωή του Ιησού και οι αποκαλύψεις που έλαβε απευθείας από τον Χριστό τον καθιστούν σημαντικό μάρτυρα για την πρώιμη Χριστιανική κοινότητα. Όπως ό ίδιος αναφέρει, επισκέφτηκε την Ιερουσαλήμ και συνάντησε τον Πέτρο και τον Ιάκωβο, αδελφό του Κυρίου, καθώς και άλλους ηγέτες της Εκκλησίας, για να εξακριβώσει αν το κήρυγμά του ήταν το ίδιο με των «απ’ αρχής» και να συζητήσει μαζί τους σημαντικά θεολογικά ζητήματα για τους πιστούς εκ των εθνών σε σχέση με την περιτομή των Ιουδαίων. (Γαλ.1:18-19 & 2:1-9)

Α
Αυτόπτης (Μάρτυρας):

Αρχαία Ελληνική «αυτόπτης». Αυτός που βλέπει κάτι με τα ίδια του τα μάτια

Μάρτυρας: 1. Αυτός που ακούει ή βλέπει κάτι τη στιγμή που αυτό γίνεται 2. Αυτός που βασανίστηκε ή και θανατώθηκε για τις πεποιθήσεις του 3. Που ζει μέσα σε ταλαιπωρίες.

Αυτόπτης μάρτυρας: Αυτός που είδε ένα γεγονός με τα ίδια του τα μάτια και μπορεί να μαρτυρήσει γι’ αυτό. π.χ. 1. μπορώ να σου το διαβεβαιώσω, ήμουν μάρτυρας 2. που παρουσιάζεται σε ένα δικαστήριο για να δώσει πληροφορίες πάνω σε ένα θέμα που έχει δει ο ίδιος

Ο Ματθαίος υπήρξε αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού αφού με τα ίδια του τα μάτια Τον είδε και με τ’ αυτιά του τον άκουσε να του λέει «ακολούθησέ με». (Ματθ.9:9)

Ο Πέτρος εξηγεί: «Σας εγνωστοποιήσαμεν την δύναμιν και παρουσίαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ουχί μύθους σοφιστικούς ακολουθήσαντες, αλλ’ αυτόπται γενόμενοι της εκείνου μεγαλειότητος». (Β΄Πέτ.1:16)

Ο Ιωάννης πάλι λέει: «Εκείνο, το οποίον ήτο απ’ αρχής, το οποίον ηκούσαμεν, το οποίον είδομεν με τους οφθαλμούς ημών, το οποίον εθεωρήσαμεν και αι χείρες ημών εψηλάφησαν, περί του Λόγου της ζωής…» (Α΄Ιωάν.1:1-5)

Α
Μάρτυρας: 

Η λέξη “μάρτυρας” προέρχεται από το ρήμα “μαρτυρώ” που σημαίνει “καταθέτω ή αποδεικνύω κάτι ως αληθινό”. Ανάλογα με τα συμφραζόμενα, υπάρχουν διάφοροι τύποι μαρτύρων:

  1. Μάρτυρας στο Νόμο: Είναι το άτομο που ήταν παρόν σ’ ένα γεγονός κι επιβεβαιώνει την παρουσία του ή τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν εκεί.
  1. Μάρτυρας σε Δικαστήριο: Είναι το άτομο που καταθέτει σε δίκη για να βοηθήσει στη διαλεύκανση μιας υπόθεσης. Μπορεί να είναι μάρτυρας κατηγορίας (που καταθέτει υπέρ του κατηγορητηρίου) ή μάρτυρας υπεράσπισης (που καταθέτει υπέρ του κατηγορουμένου).
  1. Μάρτυρας της Συναλλαγής: Πρόκειται για άτομο που παρακολουθεί μια συμφωνία ή πράξη και επιβεβαιώνει την αλήθεια ή την εγκυρότητά της, όπως σε συμβόλαια ή συναλλαγές.
  1. Μάρτυρας στην Ιστορία ή τη Λογοτεχνία: Μπορεί να αναφέρεται σε ένα πρόσωπο που καταγράφει ή καταθέτει γεγονότα που συνδέονται με την ιστορία, είτε μέσω γραπτών πηγών είτε μέσω άλλων τρόπων.
  1. Χριστιανός Μάρτυρας: Είναι ο μάρτυρας που υπέφερε ή ακόμη και θυσιάστηκε για την πίστη του…Ο Άγιος Στέφανος είναι γνωστός ως ο πρώτος Χριστιανός μάρτυρας.

Αυτοί είναι οι βασικοί τύποι μαρτύρων, αν και μπορεί να υπάρχουν και άλλες εξειδικευμένες περιπτώσεις ανάλογα με το πλαίσιο στο οποίο χρησιμοποιείται ο όρος.

(βλ. Αυτόπτης μάρτυρας) & (Αυτήκοος μάρτυρας)

 

Μ
Υπηρέτης:

Εκ της αρχαίας ελλην. «υπηρέτης». Ετυμολογία.. Από το υπό +‎ ερέτης = ερέσσω (κωπηλατώ).

Είναι ο βοηθός, αυτός που υπηρετεί κάποιον, που εργάζεται στην υπηρεσία του κάνοντας διάφορες εργασίες ή δουλειές που του ανατίθενται.

Συνώνυμες: ακόλουθος, στρατιώτης, θεράπων, εργάτης, διάκονος.

(βλ. “θεράπων”)

Υ
Διήγηση: 

Εκ του αρχαίου διηγέομαι. Ετυμολογικά διά + ἡγέομαι/ ἡγοῦμαι = διηγούμαι.

1.Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του διηγούμαι 2. Η (γραπτή ή προφορική) εξιστόρηση ενός γεγονότος ή μιας σειράς γεγονότων που είτε συνέβησαν είτε προέκυψαν από τη φαντασία κάποιου.

2. Στην Π.Δ. τον όρο “διήγηση/διηγούμαι/διήγημα” τον συναντάμαι με αναφορά τον λαό Ισραήλ χαρακτηρίζοντάς τον έτσι ως “περίγελο”.”Και θέλεις είσθαι εις έκπληξιν, εις παροιμίαν και εις διήγημα μεταξύ πάντων των εθνών, όπου εν σε φέρη ο Κύριος”. (Δευτ.28:37) 

3. Στην Κ.Δ. γίνεται αναφορά στο ευαγγέλιο του Λουκά κεφ.1:1 (Βάμβας) και στις Πράξεις των Αποστόλων του ιδίου κεφ.1:1 (Φίλος)

Ο Λουκάς, επειδή ακριβώς γνωρίζει πως μια διήγηση μπορεί είναι εξ ολοκλήρου η μέρος αυτής αποκυήματα της φαντασίας εκείνου που την συντάσσει, του φάνηκε εύλογο να εξιστορήσει τα γεγονότα «με σειρά», έχοντας κατά νου «τις μαρτυρίες εκείνων που ήταν αυτόπτες και υπηρέτες του Λόγου». Ο ίδιος είχε πιστέψει στον Ιησού Χριστό από πληροφορίες αληθινές και «πλήρως βεβαιωμένες» μέσα του που όμως έρχονταν σ’ αντίθεση μ’ ότι ακουγόταν τότε. Για να μην επικρατεί λοιπόν σύγχυση μεταξύ των ακουόντων και ιδιαίτερα ανάμεσα σ’ εκείνους που είχαν κατηχηθεί από τον ίδιο και τους αποστόλους, ανέλαβε και δια της δικής του διηγήσεως να εκθέσει τα πράγματα όπως είχαν. Είχαν βεβαίως προηγηθεί οι επιστολές του Παύλου και τα έργα των Μάρκου και Ματθαίου τα οποία προσέφεραν τα μέγιστα στην αύξηση των πιστών αλλά για τον ίδιο ήταν καλό και αναγκαίο να βάλει και την δική του πέτρα στο πνευματικό οικοδόμημα του Ιησού Χριστού. Έργο ευαγγελιστού κάνει εκείνος που οι σκέψεις του είναι στο έργο του Θεού και προσφέρει την ζωή του στην υπηρεσία του ευαγγελίου Του…Και ναι…Ο Λουκάς ως ευαγγελιστής έγραφε τότε ιστορία και το δικό του θεόπνευστο «ευαγγέλιο», καθώς αργότερα πήρε την θέση που του έπρεπε μεταξύ των βιβλίων της Κ.Δ. ενώ κάποιων άλλων απορρίφθηκαν ως «ψευδεπίγραφα»! (Λουκ.1:1-4)  

Δ
Πάθημα:

Η λέξη «πάθημα» προέρχεται από το ρήμα «πάσχω» και δηλώνει κάτι που έπαθε ή υπέστη κάποιος. Στην καθημερινή χρήση, τα «παθήματα» συνδέονται με καταστάσεις δυσκολίας, ατυχίας, ή κάποιας μορφής δοκιμασίας, η οποία συνήθως φέρνει πόνο ή θλίψη. Η φράση «τα παθήματα μας έγιναν μαθήματα» εκφράζει την ιδέα ότι από τις δυσκολίες και τα λάθη μας μπορούμε να μάθουμε και να εξελιχθούμε.

Όπως λέει η παροιμία «στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα», πολλοί άνθρωποι μαθαίνουν μέσα από τα λάθη τους, κάτι που μπορεί να θεωρηθεί μια αργή και δύσκολη μέθοδος μάθησης. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι ότι πολλοί δεν αντιλαμβάνονται τα διδάγματα που κρύβονται πίσω από τα παθήματά τους μέχρι να βρεθούν αντιμέτωποι με τις συνέπειες των πράξεών τους.

Καταστάσεις που συνδέονται με το «πάθημα» είναι: Η ατυχία, η δυστυχία, η θλίψη, οι αντιξοότητες, το πρόβλημα, το κακό, η καταστροφή, η αναστάτωση, η ζημία, το χτύπημα, το ατύχημα, η οπισθοδρόμηση κ.αλ.

Στον χριστιανισμό, τα «παθήματα» θεωρούνται μέρος της θείας εκπαίδευσης που επιτρέπει στον πιστό να εξαγνιστεί, να καθαρίσει το σώμα, το πνεύμα και την ψυχή του. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, ο Θεός επιτρέπει τις δυσκολίες για να σφυρηλατήσει τον χαρακτήρα του ανθρώπου και να τον καθαρίσει μέσω των δοκιμασιών. Στο τέλος όμως, ως ανταμοιβή, του προσφέρονται ευλογίες και σωτηρία.

Η φράση του αποστόλου Παύλου, «έμαθε την υπακοή αφ’ όσων έπαθε», αναφέρεται στον Χριστό και δείχνει ότι, ενώ εμείς «παθαίνουμε» λόγω της αμαρτίας και της ανυπακοής μας, ο Ιησούς υπέστη το «πάθος» για να υπακούσει στην αλήθεια του Θεού, την οποία ο Πατέρας Του τον απέστειλε να φανερώσει στους ανθρώπους για τη σωτηρία τους. Ο Ιησούς υπέστη τον σταυρικό θάνατο, γιατί δεν τον αποδέχθηκαν και προσπάθησαν να κρύψουν την αλήθεια που αυτός ήρθε να φέρει στον κόσμο.

Έτσι, η έννοια του «παθήματος» επεκτείνεται πέρα από την απλή δυσκολία και ατυχία, και αποκτά μια βαθύτερη διάσταση, όπου τα παθήματα δεν είναι μόνο πηγές δυστυχίας αλλά και ευκαιρίες για πνευματική και προσωπική ανάπτυξη.

Π
Πάθος

Το «πάθος» είναι μια έντονη συναισθηματική κατάσταση ή συναίσθημα, που συνήθως συνδέεται με έντονη επιθυμία, πόθο, ή πάλη για κάτι ή κάποιον. Στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, η έννοια του πάθους αναφέρεται σε ψυχικές καταστάσεις που επηρεάζουν αρνητικά τη λογική και την ισορροπία του ανθρώπου.

Ο Πυθαγόρας έλεγε πως «είναι αδύνατο να θεωρείται ελεύθερος αυτός που είναι δούλος στα πάθη του και κυριαρχείται από αυτά».  Για παράδειγμα, το πάθος μπορεί να συνδέεται με τη λαγνεία, τη ζήλια, τον θυμό, την υπερβολική επιθυμία για εξουσία ή πλούτο, κ.λπ.

Ο απόστολος Παύλος λέει πως, «Όσοι δε είναι του Χριστού εσταύρωσαν την σάρκα ομού με τα πάθη και τας επιθυμίας». (Γαλ.5:24) Τα συγκαταλέγει μεταξύ των «έργων της σαρκός» διά τα οποία «έρχεται η οργή του Θεού σ’ εκείνους που δεν τ’ αποχωρίζονται», (Κολ.3:6) και συμπληρώνει πως «οι πράττοντες αυτά δεν θα κληρονομήσουν την Βασιλεία του Χριστού και Θεού στους ουρανούς». (Εφ.5:5)

Στο ίδιο μήκος κινείται και ο απόστολος Πέτρος, δείχνοντας παράλληλα κι έναν δρόμο που λυτρώνει. Τα «πάθη» έλεγε, «βρίσκονται στα μολύσματα του κόσμου, τα οποία αποφεύγει κανείς δια της επιγνώσεως του Κυρίου και Σωτήρα Ιησού Χριστού, σ’ αντίθετη περίπτωση, όσοι εμπλέκονται σ’ αυτά νικώνται. Είναι αποδεδειγμένο πως όποιος καταλήγει με πάθη έχει ήδη νικηθεί και γίνεται δούλος από κείνο που νικήθηκε».(Β΄Πετρ.2:17-19)

Στη χριστιανική παράδοση, το «πάθος» αναφέρεται κυρίως στο μαρτύριο του Ιησού Χριστού, δηλαδή στα βάσανα και τον θάνατό Του πάνω στον Σταυρό, κάτι που θεωρείται πράξη υπέρτατης αγάπης και υπακοής στο θέλημα του Θεού. Η έννοια του «πάθους» εδώ μεταμορφώνεται σε θετική διάσταση, καθώς αφορά τη θυσία και τη σωτηρία της ανθρωπότητας.

Επίσης, το «πάθος» μπορεί να αναφέρεται σε μια έντονη συναισθηματική κατάσταση που έχει και θετικές πλευρές, όπως όταν κάποιος είναι παθιασμένος με τη δουλειά του ή με κάτι που αγαπά και του προσφέρει ενέργεια και αφοσίωση. Στην περίπτωση αυτή, το πάθος συνδέεται με την ενέργεια, την αφοσίωση και την κινητήρια δύναμη πίσω από την επιτυχία ή την προσωπική ολοκλήρωση.

Εν κατακλείδι, το πάθος μπορεί να έχει είτε αρνητική είτε θετική διάσταση, ανάλογα με το πλαίσιο και τον τρόπο που το βιώνει ο άνθρωπος.

Π
Όσιος

Ο όρος “όσιος” προέρχεται από την ελληνική γλώσσα και χρησιμοποιείται προκειμένου να περιγράψει τον πιστό που αναγνωρίζεται για την ταπεινή ζωή του, την πνευματική του αναζήτηση, την υπηρεσία του στους άλλους και την βαθιά του αφοσίωση στο Θεό.

Στην Π.Δ., όπως και στην Κ.Δ., συνώνυμες με τον «όσιο» είναι ο αφιερωμένος, ο άγιος, ο δίκαιος, ο σεμνός, ο ευσεβής, ο τέλειος, ο αληθινός, ο καθαρός, (ψαλμ.18:24-25)

Ο Δαυίδ συστήνει τον εαυτόν μπροστά στον Θεό ως «όσιο» αλλά όχι ως αναμάρτητο. Γνωρίζει τις αμαρτίες του, τις οποίες δεν διστάζει να εξομολογηθεί με ειλικρίνεια, ζητάει από καρδιάς τον Κύριο και κατά την «καθαρότητα των χεριών του» αναμένει και τις ανάλογες ευλογίες. (ψαλμ.86:2) Σύμφωνα με την μαρτυρία του ίδιου του Κυρίου που είπε, «Εύρον Δαβίδ τον του Ιεσσαί, άνδρα κατά την καρδίαν μου, όστις θέλει κάμει πάντα τα θελήματά μου», μάλλον  θα’χε βρει τον τρόπο να συγκινεί τον Θεό, να ανοίγει τον ουρανό και να ξεκλειδώνει τις ευλογίες. (Πράξ.13:22) Εάν αυτό δεν τον έκανε όσιο ενώπιον του Θεού τότε τι άλλο;

Στην Κ.Δ. όσιοι αναφέρονται όλοι οι πιστοί και μαθητές του Ιησού Χριστού που το ίδιο όπως ο Δαυίδ εμπιστεύονται τον Κύριο, δίνουν τις δικές τους πνευματικές μάχες και κάνουν έναν αγώνα με βάση το παράδειγμα του Χριστού και των αποστόλων, για να μην υπολείπονται των αρετών που προαναφέρονται. ’Όσιος δεν είναι αυτός που έφτασε την τελειότητα αλλά που μ’ επιμονή βαδίζει προς αυτή για να την φτάσει. Ο σπόρος όταν πέφτει σε αγαθή γη, είναι «όμοιος μ’ εκείνον που ακούει τον λόγον κι εννοεί, αυτός καρποφορεί και κάμνει ο μεν εκατόν, ο δε εξήκοντα, ο δε τριάκοντα». (Ματθ.13:23)

Μια τελευταία διευκρίνιση:

Ο Θεός είναι όσιος ως προς την φύση Του, αντίθετα με τον άνθρωπο που γίνεται όπως είδαμε κατά χάρη δια μέσου της πίστεως. Π.χ. λέει ο Ιωάννης, «Συ θεέ είσαι ο μόνος όσιος» (Αποκ.15:4) και αλλού «Είσαι δίκαιος, Κύριε, ο Ων και ο Ην και ο Όσιος…» (Αποκ.16:5)

Ο
Θεόφιλος

Το  «Θεόφιλος» σημαίνει ο φίλος η ο αγαπητός του Θεού, αυτός που έχει την εύνοιά Του. Το συναντάμε δύο φορές, στον Λουκά (1:3) και στις Πράξεις των αποστόλων (1:1)

Γνωρίζουμε πως ήταν κάποιο σημαίνον πρόσωπο της αριστοκρατίας για την εποχή εκείνη με δύναμη και εξουσία, καθώς αυτό συνάγεται από την προσφώνηση του Λουκά «κράτιστε (δυνατέ, ισχυρέ, εξοχότατε, εντιμότατε)» προς το πρόσωπό του. Εθνικός μάλλον στην καταγωγή έδειξε ενδιαφέρον για την πίστη του Ιησού Χριστού την οποία γνώρισε από τον Λουκά και από το κοσμοπολίτικο ευαγγέλιό του, καθώς με τ’ άπταιστα Ελληνικά του απευθυνόταν κυρίως σ’ εθνικούς. Αξιοσημείωτη είναι η παρατήρηση από ορισμένους, οι οποίοι λένε πως ο Θεόφιλος δεν ήταν πιστός όταν έγραφε ο Λουκάς το ευαγγέλιό του επειδή τον αποκαλεί «κράτιστο», πράγμα που δεν συνηθίζονταν μεταξύ των χριστιανών οι εγκόσμιες προσφωνήσεις. Στο βιβλίο των Πράξεων ο Λουκάς παραλείπει την προσφώνηση «κράτιστος» και τον αποκαλεί μόνο «Θεόφιλο», ίσως επειδή είχε πιστέψει.

Οι σκέψεις που κάνουμε είναι ότι από την αρχή τ’ όνομά του δεν ήταν «Θεόφιλος» αλλά τον προσφωνεί έτσι ο Λουκάς για να του δείξει πως ένας «φίλος του Θεού που ζητάει τα πράγματα τα δικά Του» μπορεί να λέγεται κι έτσι…Είναι και πάλι γνωστό στους περισσότερους πως από τ’ αρχαία χρόνια και σ’ όλους σχεδόν τους πολιτισμούς, τα ονόματα όπως και τα επίθετα των ανθρώπων είχαν την προέλευσή τους στον χαρακτήρα του προσώπου που το έφερνε, στο επάγγελμα που έκανε, στον τόπο που έμενε κ.τ.λ. Επι παραδείγματι, ο Άβραμ που σήμαινε «ισχυρός, δυνατός» ονομάστηκε από τον Θεό Αβραάμ, δηλ. «πατέρας πολλών εθνών» αλλά επίσης και «φίλος του Θεού», καθώς από τα έργα του η πίστη του αποδείχτηκε τέλεια.(Ιακ.2:22) Υπ’ αυτή την έννοια το ίδιο όνομα φέρνει ο κάθε πιστός που ερευνά τις γραφές, στηρίζεται στο ευαγγέλιο κι ακολουθεί τον Ιησού Χριστό.

Θ
Κράτιστος

Κράτιστος:  Αρχαία Ελληνική λέξη στον υπερθετικό βαθμό του κρατύς που σημαίνει πάρα πολύ ισχυρός ή κραταιός

*στην Ιλιάδα του Ομήρου αναφέρεται ως ο «δυνατότερος» και ως ο «ισχυρότερος»

* για τον Πλάτωνα είναι ο «κορυφαίος», ο «άριστος»

*Στον Ξενοφώντα οι προσφωνήσεις «κράτιστοι», όπως το οι «βέλτιστοι», λέγονταν για την αριστοκρατία με την ίδια έννοια που δίνουν οι λέξεις «εξοχότατε», και «ενδοξότατε»

*Στο αρχ. κείμενο αποκαλείται «κράτιστος», Στην μετάφραση της δημοτικής του Φίλου τον λέει «εξοχότατο» ενώ ο Βάμβας «εντιμότατο»

Ο Λουκάς χρησιμοποιεί ένα επίθετο της Αρχαίας Ελληνικής για να προσδιορίσει το κύρος εκείνου στον οποίο απευθύνεται. Ο “Θεόφιλος”, για τον οποίο κάνει λόγο, πιθανόν να ήταν ηγεμόνας κάποιας επαρχίας ή άλλο σημαίνον πρόσωπο της αριστοκρατίας που ο Παύλος είχε προσηλυτίσει στην πίστη του Χριστού (Λουκ. 1:4). Η θέση του Θεόφιλου στην κοινωνία ήταν τέτοια που για τον Λουκά ενδέχεται να αποτέλεσε κίνητρο να ερευνήσει, να μάθει και να συντάξει με πληρότητα, ακρίβεια και με σειρά – όχι απαραίτητα χρονολογική – μια «διήγηση», στηριζόμενος στις μαρτυρίες των “απ’ αρχής”, οι οποίοι «έγιναν αυτόπτες μάρτυρες και υπηρέτες του λόγου».

Ο απόστολος Παύλος ενώ απολογείται σε δύο περιπτώσεις χρησιμοποιεί και αυτός το ίδιο επίθετο όταν απευθύνεται στον ηγεμόνα της Καισάρειας που ήταν φυλακισμένος, (Πράξ.24:3) και στον Φήστο τον διάδοχό του(Πράξ.26:25)

Παρόμοια ο Φήστος αναφέρεται στο πρόσωπο του Καίσαρα ονομάζοντάς τον «Σεβαστό». Άλλος ένας επιθετικός προσδιορισμός ανώτερος απ’ ότι φαίνεται από το «κράτιστος» η «βέλτιστος», καθώς αφορά τον Καίσαρα, την υπέρτατη αρχή της εποχής εκείνης. (Πράξ.25:21)

Εκ των ανωτέρω συνάγεται το συμπέρασμα πως ο Λουκάς απευθύνεται σε κάποιον που πιθανόν να ήταν Ρωμαίος πολίτης και σημαίνον πρόσωπο της αριστοκρατίας με δύναμη και εξουσία.

Κ
Ευαγγέλιο

Ο όρος εὐαγγέλιον ή ευαγγέλιο σημαίνει «καλά νέα», «χαρμόσυνη είδηση», «χαρούμενη αγγελία». Αυτό αναγγέλλει σ’ όλους, την κατάργηση της κόλασης, τη διάλυση των αμαρτιών, τη δικαιοσύνη, τον αγιασμό, την απολύτρωση, την υιοθεσία, την κληρονομία της βασιλείας των ουρανών δια της πίστεως στον Ιησού Χριστό, μέσω του εξιλεωτικού θανάτου Του. Ο όρος ευαγγέλιο χαρακτηρίζει επίσης τα τέσσερα πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα οποία έγραψαν στην ελληνική γλώσσα ο Ματθαίος, ο Μάρκος, ο Λουκάς και ο Ιωάννης και διηγούνται τα γεγονότα της γέννησης, της ζωής, του θανάτου, της ανάστασης και ανάληψης του Κυρίου Ιησού. Σ’ αυτό, ανακαλύπτουμε θησαυρό ανεκτίμητο και δώρα από τον Θεό αμετάκλητα, που εάν με σύνεση τα χρησιμοποιήσουμε στην καθημερινότητά μας, η ζωή μας θα ‘επαναπροσδιορισθεί’, ο χαμένος χρόνος θ’ αναπληρωθεί, και τα οφέλη που θα έχουμε εξασφαλίσει θα είναι αληθινά κι όχι ψεύτικα. Μένοντας στο δικό του  θεόπνευστο πλαίσιο  και σωτήριο σχέδιο δράσης,- χωρίς τα μέτρα  και τα σταθμά της ανθρώπινης επινόησης,- η ανταμοιβή είναι εξασφαλισμένη, αφού το ευαγγέλιο σου διδάσκει την ομοίωση μέσα από την υπακοή και σου υπόσχεται δόξα μαθαίνοντάς σου την ταπείνωση! (Ρωμ.11:29) 

Ε
Αχρείος-α-ο

1.Επίθετο 2.Βαρύς, επιτιμητικός και απαξιωτικός χαρακτηρισμός κάποιου με ανήθικη ή γενικότερα μη ενδεδειγμένη συμπεριφορά

Συνώνυμα: Άθλιος, φαύλος, πρόστυχος, κακοήθης, χαμερπής, κακόφημος, μιαρός, άτιμος, ουτιδανός(μηδαμινός), διεφθαρμένος, ακάθαρτος, βρωμερός, αθεόφοβος, μόρτης, χυδαίος, βωμολόχος,

Αντώνυμα: αβρός, ευγενικός, κόσμιος, ενάρετος,έντιμος κ.αλ.

Παράδειγματα:

Από τον Σαμουήλ Α΄:“Του Ηλεί όμως οι υιοί ήσαν αχρείοι άνθρωποι δεν εγνώριζον τον Κύριον.” (Α΄Σαμ.2:12) Τι τους καθιστούσε αχρείους; Το γεγονός ότι ήταν κλέφτες, βίαιοι, ασεβείς, μοιχοί και ανυπότακτοι.Αν και ιερείς δεν ήξεραν τον Κύριο, γι αυτό δεν Τον σύστηναν, ούτε την εξουσία Του αναγνώριζαν.

Απο το Χρονικών Β΄:“Συνήχθησαν προς αυτόν άνθρωποι μηδαμινοί, αχρείοι, και ενεδυναμώθησαν εναντίον του Ροβοάμ υιού του Σολομώντος, ότε ήτο ο Ροβοάμ νέος και απαλός την καρδίαν και δεν ηδύνατο να αντισταθή εις αυτούς”(Β΄Χρ.13:7)

Από το βιβλίο της Εσθήρ:Άλλος αχρείος που αναφέρεται στις γραφές είναι ο Αμάν, ο οποίος εκμεταλευόμενος την θέση εξουσίας που κατείχε στην Βαβυλώνα επιβουλευετο τον αιχμαλωτισμένο λαό Ισραήλ μέχρι αφανισμού.Και είπεν η Εσθήρ, ο εναντίος και εχθρός είναι ούτος ο αχρείος Αμάν…‘ (Εσθ.7:6) 

Από τους ψαλμούς: Οι δίκαιοι καταφρονούν τους αχρείους, τους περιφρονούν, με την έννοια ότι αποφεύγουν τις συναναστροφές μαζί τους…“Εις τους οφθαλμούς αυτού καταφρονείται ο αχρείος· τιμά δε τους φοβουμένους τον Κύριον..“(Ψαλ.15:4)

Στον Ησαία:Ο αχρείος θα μιλάει αχρεία, και η καρδιά του θα εργάζεται ανομία, για να εκτελεί πονηρία, και να προφέρει πλάνη ενάντια στον Κύριο, ώστε να στερεί την ψυχή εκείνου που πεινάει, και να εμποδίζει την πόση σ’ εκείνον που διψάει.”(Ησ.32:6) Ο ανόητος, ο κακοήθης κ.τ.λ.,δεν γίνεται να μιλάει διαφορετικά από ότι είναι. Με τα λόγια του και τα έργα του προσβάλει τον Κύριο. Αφήνει νηστικό τον πεινασμένο και στερεί από νερό τον διψασμένο..

Ο αχρείος δεν θέλει ονομάζεσθαι πλέον ελευθέριος. (Ησ.32:5) ΣΕ μια εικόνα που δίνει ο Ησαίας από το μέλλον εξηγεί, πως ο αχρείος δεν θα θεωρείται ευγενής (ευσεβής) αντίθετα με ότι αποκαλείται σήμερα….(βλ. Β΄Τιμ.2-5)

Στην Καινή Διαθήκη

“Ούτω και σεις, όταν κάμητε πάντα τα διαταχθέντα εις εσάς, λέγετε ότι δούλοι αχρείοι είμεθα, επειδή εκάμαμεν ό,τι εχρεωστούμεν να κάμωμεν’. (Λουκ.17:10) Ο όρος “αχρείοι” που χρησιμοποιεί εδώ ο Κύριος μπορεί να είναι υπερβολή η και προσβολή για κάποιους, και να κάνει πολλούς να αισθάνονται κάπως άσχημα, αλλά επειδή γνωρίζει ότι εύκολα παρασυρόμαστε σε αλαζονικές συμπεριφορές, υπερηφάνειες και σε ατραπούς που οδηγούν στην απώλεια, προτιμά να το πει με τον «σκληρό τρόπο» για να συνερχόμαστε και να μας επαναφέρει στην ζωή. Μακριά λοιπόν από τα «σού δωσα -δώσε μου» την «αυτοδικαίωση» και το παράδειγμα του φαρισαίου απέναντι στον ταπεινό τελώνη…!(Λουκ.18:13)

 

Α
πορνεία
  1. το επάγγελμα και η ιδιότητα της πόρνης,
  2. προσφορά σεξουαλικής ικανοποίησης με αμοιβή
  3. ό όρος χρησιμοποιείται συχνά στην Π.Δ. για να δηλώσει την ΑΠΕΙΘΕΙΑ προς τον Θεό και την ΛΑΤΡΕΙΑ Χανανίτικων θεοτήτων της γονιμότητας (Αστάρτης) η οποία συνδεόταν με ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΑ ΟΡΓΙΑ
  4. στην Κ.Δ. η λέξη πορνεία χρησιμοποιείται με ανάλογη σημασία για να καταδείξει την ειδωλολατρία και την αποστασία από τον Θεό. (Αποκ.19:2) Τις περισσότερες όμως φορές, δηλώνονται με τον όρο αυτόν ΟΙ ΑΝΗΘΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ.
  5. προς ΑΠΟΦΥΓΗ από τέτοιου είδους ανήθικες σχέσεις ο απόστολος Παύλος προτρέπει με παράδειγμα τους χριστιανούς της Κορίνθου,- για όσους-ες το επιθυμούν,- να παντρεύονται, ΩΣΤΕ ο κάθε άνδρας να έχει την ΔΙΚΗ του γυναίκα και η κάθε γυναίκα τον ΔΙΚΟ της άνδρα. (Κορ.Α΄7)
Π
Μεσσίας

Ο όρος μεσσίας αποτελεί ελληνική μεταφορά του εβραϊκού όρου μασιάχ που σημαίνει «χρισμένος», ενώ η πάγια Ελληνική απόδοση του όρου είναι Χριστός. Αρχικά σήμαινε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο χριόταν με λάδι κατά την ανάληψη ενός αξιώματος μεταξύ των αρχαίων Ισραηλιτών.Η διαδικασία του χρίσματος αφορούσε τον αρχιερέα (Β΄Σαμ.19:21· 22:51· 23:1, Ψαλμ.18:50 κ.α.)τον βασιλιά και μεταγενέστερα τους προφήτες.

Για τους Εβραίους μεσσίας είναι ο αναμενόμενος βασιλιάς από τη γραμμή του Δαβίδ, ο οποίος θα κυβερνήσει όλη την ανθρωπότητα.

Για την Καινή Διαθήκη και τους χριστιανούς μεσσίας θεωρείται ο Ιησούς Χριστός ο οποίος υπήρξε σύμφωνα με τον Ιουδαϊκό νόμο απόγονος του Δαυίδ και αποτέλεσε την εκπλήρωση των προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης ως ο Βασιλιάς της Βασιλείας του Θεού και Αρχιερέας μεταξύ των ανθρώπων και του Θεού.

Μ
Άφρων
1. ανόητοςαπερίσκεπτος
2. παράλογοςτρελός

Στην Π.Δ ο άφρων εξομοιώνεται με τον άδικο, τον ασεβή, άθεο και αλαζόνα άνθρωπο: “Είπεν ο άφρων εν τη καρδία αυτού, δεν υπάρχει Θεός. Διεφθάρησαν· έγειναν βδελυροί εις τα έργα· δεν υπάρχει πράττων αγαθόν”. (Ψαλμός 14:1)

“Ο ασεβής διά την αλαζονείαν του προσώπου αυτού δεν θέλει εκζητήσει τον Κύριον· πάντες οι διαλογισμοί αυτού είναι ότι δεν υπάρχει Θεός”. (Ψαλ.10:4)

Στην Κ.Δ ο απόστολος Παύλος λέει, πως στους άφρονες ανθρώπους, “δεν είναι φόβος Θεού έμπροσθεν των οφθαλμών αυτών”. Με την αλαζονεία μιας ψευδεπίγραφης γνώσις που έχουν, επιδεικνύουν χωρίς την παραμικρή αιδώ την ασέβειά τους απέναντι σε κάθε τι που από αιώνες υπάρχει “άξιο”και “σεβαστό,” προκαλώντας “ερήμωση” απ’ όπου περνούν και “ταλαιπωρίες” σε όσους συναναστρέφονται.  (Ρωμ.3:10-18) .

Ο Ιησούς Χριστός, όπως τον έχουμε γνωρίσει στην Κ.Δ ως ο “Λόγος” και στην Π.Δ. ως η “Σοφία” του Θεού, από τ’ αρχαία χρόνια προσκαλεί τους ανθρώπους να γίνουν κοινωνοί της δόξης Του και ομοτράπεζοί Του στ’ αγαθά του ουρανού….. έτσι λοιπόν προς τους μωρούς και ασύνετους ανθρώπους παραγγέλνει:

«Όποιος είναι άφρονας, ας στραφεί εδώ»· και, σ’ αυτούς που είναι χωρίς μυαλό, τους λέει:
5 «Ελάτε, φάτε από το ψωμί μου, και πιείτε από το κρασί μου, το οποίο κέρασα· 6 αφήστε την αφροσύνη, και ζήστε· κατευθυνθείτε στον δρόμο τής σύνεσης». (Παρ.9:4-6)

Η προτροπή αυτή, επίκαιρη πάντοτε, αφορά ΟΛΟΥΣ τους ανθρώπους, ακόμα κι εκείνους που λένε πως είναι δίκαιοι αλλά μέσα στην άγνοιά τους ΔΕΝ εργάστηκαν την δικαιοσύνη του Θεού.

Ο απόστολος Παύλος δια του ίδιου Πνεύματος μας λέει σχετικά: 

“Παραβλέποντας, λοιπόν, ο Θεός τούς καιρούς τής άγνοιας, παραγγέλλει τώρα σε ΟΛΟΥΣ τούς ανθρώπους, οπουδήποτε και αν είναι, να μετανοούν 31 ΕΠΕΙΔΗ, προσδιόρισε ημέρα, κατά την οποία πρόκειται να κρίνει την οικουμένη με δικαιοσύνη, διαμέσου ενός άνδρα, που τον διόρισε, και έδωσε γι’ αυτό βεβαίωση σε όλους, ανασταίνοντάς τον από τους νεκρούς“. (Πράξ.17:30-31)

βλ. και “αφροσύνη”

Α
Φωσφόρος

αυτός που φέρνει το φως, ο αυγερινός, ο ήλιος

Φ
Φύσις

φυσική κατάσταση, μορφή

Φ
φυσιοί

προσδίδω σε κάποιον η σε κάτι έπαρσητον κάνω να συμπεριφέρεται αλαζονικά, να φουσκώνει

στην Κ.Δ. ” Περί δε των ειδωλοθύτων, εξεύρομεν ότι πάντες έχομεν γνώσιν, η γνώσις όμως φυσιοί, ( φουσκώνει) η δε αγάπη οικοδομεί”. (Α΄Κορ.8:1)

Φ
Φύραμα

ζυμάρι, ένζυμο, πηλός

Φ
Φρονώ

1. έχω τη γνώμηνομίζωπιστεύω:  στην Κ.Δ ” Όπως είναι δίκαιο σε μένα να φρονώ τούτο για όλους σας, επειδή σας έχω στην καρδιά μου, και είστε όλοι εσείς, και στα δεσμά μου και στην απολογία, και στην επιβεβαίωση του ευαγγελίου, συγκοινωνοί μου στη χάρη” (Φιλ. 1:7)

2. σκέπτομαισυλλογίζομαιδιανοούμαι:  στην Κ.Δ ” Ότε ήμην νήπιος, ως νήπιος ελάλουν, ως νήπιος εφρόνουν, ως νήπιος εσυλλογιζόμην· ότε όμως έγεινα ανήρ, κατήργησα τα του νηπίου. (Α΄Κορ. 13:11)

Φ
Φρόνημα
1. ότι φρονεί κανείςιδεολογίααρχέςκοσμοθεωρία: ” Άλλαξε τα πολιτικά του φρονήματα”.
2. συναίσθηση της αξίας ή της υπεροχήςαυτοπεποίθησητο ηθικό: “Μετά τη νίκη του ο στρατός έχει υψηλό φρόνημα”.
Φ
Φρενοπλάνος

1. ο απειθάρχητος χαρακτήρας ενός ανθρώπου που πλανά το λογικό του, ο ασταθής, ο περιπλανώμενος στην σκέψη,

2. αυτός που ζει μια απατηλή κατάσταση, μια ψυχική διαταραχή, μανία, παραφροσύνη

3. Στην Κ.Δ.  αυτός που εκτρέπεται από την ευθεία οδό, από την αλήθεια του ευαγγελίου. “Διότι υπάρχουσι πολλοί και ανυπότακτοι ματαιολόγοι και φρενοπλάνοι, μάλιστα οι εκ της περιτομής”. (Τίτος 1:10)

Φ
Φρέαρ

πηγάδι , τεχνητή κάθετη δίοδος

Φ
Φιλόφρων

ο φιλικά διακείμενος απέναντι σε κάποιον, ο ευγενικός, περιποιητικός

Φ
Φιλότιμος
1. αυτός που έχει ζωηρή τη συναίσθηση της προσωπικής του τιμής και αξιοπρέπειαςεύθικτοςαξιοπρεπής: “Δεν δέχεται προσβολέςείναι φιλότιμος”.
2. αυτός που καταβάλλει ευσυνείδητες προσπάθειες να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του ή να διακριθεί σε κάτιαυτός που έχει το ζήλο να αναδειχτείνα υπερτερήσει: “Φιλότιμος μαθητής είναι και θα προκόψει”.
3. γενναιόδωροςμεγαλόδωροςχουβαρντάς
Φ
Φιλόστοργος

γεμάτος στοργή, τρυφερός

Φ
Φιλοσοφία
1. η αγάπη ή η επιδίωξη της σοφίαςη επιθυμία για γνώσηη φιλομάθεια.
2. η αναζήτηση της αλήθειαςη έρευνα της φύσης των πραγμάτωνη επιστήμη που εξετάζει τις πρώτες αρχές και αιτίες των όντων: “Η φιλοσοφία είναι η μητέρα των επιστημών”.
3. το ιδιαίτερο σύστημα ιδεών και δογμάτων ενός φιλοσόφου ή μιας φιλοσοφικής σχολής ή μιας εποχήςπ.χ. Η φιλοσοφία του Σωκράτη.Η φιλοσοφία των Στωικών  Η φιλοσοφία της ελληνικής αρχαιότητας.
4. η συνολική αντίληψη και κρίση για τη ζωήο τρόπος της αντιμετώπισης της ζωής και των προβλημάτων τηςκαθώς και κάθε ιδέα που απορρέει από αυτόν τον τρόπο
Ο όροςπου σημαίνει αγάπη της σοφίαςαναφέρεται για πρώτη φορά στον ΠυθαγόραΠολλοί αρχαίοι συγγραφείςκαι μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιοςαφηγούνται ότι ο Πυθαγόραςδιατρέχοντας την Ελλάδαέφτασε στον Φλιούνταόπου ο Λέωντύραννος της πόληςθαυμάζοντας τις ικανότητές τουτον ρώτησε ποιος είναι και ποιο το επάγγελμά τουΕκείνος όμως απάντησε ότι δεν ξέρει κανένα ιδιαίτερο επάγγελμααλλά είναι φιλόσοφοςΟ Λέωνέκπληκτοςγιατί πρώτη φορά άκουγε τη λέξη αυτήζήτησε από τον Πυθαγόρα να του την εξηγήσει. «Κανείς», απάντησε ο Πυθαγόραςδεν είναι σοφός εκτός από τη θεότητα· στους ανθρώπους όμως δόθηκε να είναι φίλοι της σοφίαςδηλαδή φιλόσοφοι»
Φ
Φιλονικία

Φιλονικία σημαίνει “διαμάχη¨, “καυγάς”, η “έντονη αντιπαράθεση” μεταξύ ατόμων η ομάδων, συχνά για κάποιο θέμα που προκαλεί διαφωνία. Οι φιλονικίες μπορεί να είναι λεκτικές, όπου τ’ άτομα ανταλλάσουν λόγια μ’ έντονο ύφος η και σωματικές, όταν η διαφωνία εξελίσσεται σε φυσική αντιπαράθεση.

Εν συντ: διχόνοιαδιένεξηλογομαχίαδιαπληκτισμόςμάλωματσάκωμα.

Φ
Φίλαυτος

αυτός που αγαπάει υπερβολικά τον εαυτό τουεγωκεντρικόςεγωλάτρηςεγωπαθήςεγωμανήςεγωιστής

Φ
Φιλαδελφία

η αγάπη για τον αδελφό την αδελφή, αδελφική αγάπη

Φ
Φθοροποιός

αυτός που προκαλεί φθορά, βλαβερός

Φ
Φθόνος

το να αισθάνεται κανείς λύπη για ξένα αγαθά για την επιτυχία άλλων,

ζηλοφθονίαζηλοτυπίαζήλιακακεντρέχεια.

Φ
Φειδωλία

η ιδιότητα τού φειδωλού, τσιγκουνιά, οικονομία, λελογισμένη χρήση ενός πράγματος αλλά και ευσπλαχνία, συμπόνια, φροντίδα για κάποιον η για κάτι

Φ
Φείδομαι

ξοδεύω με μέτρο και περίσκεψη, είμαι οικονόμος, είμαι φιλάργυρος, αλλά και φροντίζω, προνοώ για τ’ αναγκαία, συντηρώ, διατηρώ.

 

 

Φ
Φαρμακεία

δηλητηρίαση, μαγεία , γοητεία

Φ
Φαιδρότητα

εύθυμη διάθεση

Φ
Υπεξήλθεν

υπεξέρχομαι, εξέρχομαι κρυφά, αποσύρομαι

Υ
Υψηλοφρονώ

υπερηφανεύομαι

Υ
Ύσσωπος

αρωματικό φυτό όμοιο με φρύγανο (ξερός μικρός θάμνος) που χρησιμοποιούσαν για ραντισμό

Υ
Υποτάσσω

θέτω υπό την εξουσία μου

Υ
Υπόσταση

ύπαρξη

Υ
Υποπόδιο

καθετί που τοποθετείται κάτω από τα πόδια καθήμενου ατόμου για να πᾳτάει επάνω του

Υ
Υπολήνιο

λάκκος στον οποίον χύνεται ο οίνος

Υ
Υποκείμενος

αυτός που βρίσκεται από κάτω

Υ
Υπόδικος

κατηγορούμενος για αξιόποινο αδίκημα

Υ
Υπερηφάνεια

υψηλοφροσύνη, έπαρση, αλαζονεία

Υ
Υπερεκτείνω

τεντώνω κάτι υπερβολικά

Υ
Υπερεκπερισού

πολύ επί πλέον

Υ
Υπερβολή

1.η μεγαλοποίηση των πραγμάτων (αυτό που λες είναι υπερβολή) 2.υπερβολικά πάρα πολύ (η ακρότητα)

Υ
Υπερβαίνω

ξεπερνώ, υπερνικώ, υπερβάλλω

Υ
Υπεραίρομαι

υπερηφανεύομαι, αλαζονεύομαι

Υ
Υπεξήλθεν

(υπεξέρχομαι) εξέρχομαι κρυφά,αποσύρομαι

Υ
Τοώντι

πραγματικά, αληθινά

Τ
Τύπος

1. χτύπος, χτύπημα, πληγή. 2. ίχνος, αχνάρι, αποτύπωμα

Τ
Τρυφή

1.ζωή μαλθακή, άνετη και πλούσια, καλοπέραση 2. αγάπη για σαρκικές ηδονές, ηδυπάθεια, φιληδονία, 3. τρυφηλότης

Τ
Τρίβος

πολυσύχναστος δρόμος, δημόσιος δρόμος («ετοιμάσατε την ὁδόν του Κυρίου, ευθείας ποιείτε τας τρίβους του Θεού ἡμῶν», πατημένος δρόμος

Τ
Τριβόλι

1. αγριο και άχρηστο φυτό που φυτρώνει ανάμεσα σε χρήσιμα φυτά και εμποδίζει την ανάπτυξη τους, 2.το ζιζάνιο των αγρών 3. μτφ. έριδα, διχόνοια, σκάνδαλοέσπειρε ζιζάνια στην παρέα»)

Τ
Τράχηλος

ο λαιμός μαζί με τον αυχένα, ο σβέρκος

Τ
Τουτέστιν

δηλαδή

Τ
Τίκτω

γεννώ, αποφέρω, παράγω, βλαστάνω

Τ
Τέφρα

στάχτη, σποδός

Τ
Τετραχηλισμένα

(τραχηλίζομαι=φανερώνω, ανακαλύπτω) φανερωμένα

Τ
Τεταγμέναι

(τάσσομαι= ορίζω, διορίζω) διορισμένες

Τ
Τελεσφορώ

φέρνω αποτέλεσμα, φέρνω καρπούς

Τ
Τέκτονας

οικοδόμος, ξυλουργός

Τ
Τεκνογονία

τεκνοποιία

Τ
Τεθέν

(τίθημι) τοποθετώ, το τοποθετημένο

Τ
Ταπεινοφροσύνη

σεμνότητα, μετριοφροσύνη

Τ
Ταμείο της Αγίας Γραφής

ευρετήριο τών διαφόρων χωρίων τής Αγίας Γραφής

Τ
Ταμείο

δωμάτιο, κοιτώνας

Τ
Ταλαίπωρος

αυτός που υποφέρει, που υφίσταται πολλά, βασανισμένος, κακοπαθημένος

Τ
Τάζω

υπόσχομαι να δώσω κάτι

Τ
Σωφρονώ

συνετίζω, φρονιμεύω, τιμωρώ

Σ
Σχίσμα

διάσταση γνωμών, διχογνωμία

Σ
Σφύρα

1.το σφυρί 2. ένα από τρία μικρά οστά τού μέσου αφτιού το οποίο ονομάστηκε έτσι από την ομοιότητά του με το σφυρί, (κοκάλα)

Σ
Σφραγίδα

1. όργανο αποτύπωσης που έχει έγγλυφες ή ανάγλυφες παραστάσεις, γράμματα, λέξεις, φράσεις ή σύμβολα στη μία του πλευρά, τα οποία αποτυπώνονται πάνω σε αντικείμενο ή σε έγγραφο και χρησιμεύουν ως χαρακτηριστικό τους γνώρισμα ή ως δηλωτικό σημείο γνησιότητάς τους

2.στην Κ.Δ. έχει το νόημα ενός χαρακτηριστικού γνωρίσματος ή αναμφισβήτητης απόδειξης η εγγύησης  π.χ. « γαρ σφραγίς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς ὑμεῑς ἔστε ἐν Κυρίῳ» 

3. η επάλειψη των πιστών με το έλαιον, χρίσμα «σφραγίς δωρεάς Πνεύματος αγίου»

Σ
Σφετερίζομαι

κάνω κάτι δικό μου παράνομα

Σ
Συστέλλω

περιορίζω τον όγκο, συντομεύω

Σ
Συριγμός

σφύριγμα

Σ
Συνυποκρίνομαι

υποκρίνομαι μαζί με κάποιον

Σ
Συντέμνω

συντομεύω, περιορίζω

Σ
Συνοικώ

συμβιώνω, συζώ, συγκατοικώ

Σ
Συνιστώ

εφιστώ την προσοχή, συμβουλεύω

Σ
Συνεστώσα

(συνίσταμαι) αποτελούμαι, συμφωνώ, που έχει γίνει

Σ
Συνεστέλλομαι

συστέλλομαι, μαζεύομαι

Σ
Σύνεση

φρόνηση, περίσκεψη, νοητική δύναμη

Σ
Συνέρχομαι

συγκεντρώνομαι, έρχομαι μαζί με άλλους στον ίδιο χώρο για συνεργασία, σύσκεψη, τέλεση εορτής π.χ. “ἐαν συνέλθῃ ἡ ἐκκλησία”

Σ
Συνεργώ

συμπράττω, συντελώ, βοηθώ

Σ
Συνεπιμαρτυρώ

ομολογώ, επικυρώνω

Σ
Συνεκέρασε

(συγκεράννυμι), συγκροτώ, ενώνω

Σ
Συνεισφορά

προσφορά χρημάτων ή άλλου πράγματος που κάνει κάποιος μαζί με άλλους για έναν κοινό σκοπό, συμβολή

Σ
Συνείδηση

η ικανότητα του ανθρώπου να ξεχωρίζει το καλό από το κακό, ο έμφυτος ηθικός νόμος π.χ. Νιώθει τύψεις συνειδήσεως. – Δεν του επιτρέπει η συνείδηση να το κάνει αυτό

Σ
Συνδιαλλάσσω

συμφιλιώνω, συμβιβάζω

Σ
Συνάφεια

η άμεση σχέση, αλληλεξάρτηση

Σ
Συναγωγή

1.συγκέντρωση 2. τόπος συνάθροισης και κοινής προσευχής των Ιουδαίων

Σ
Συνάγω

συναθροίζω, συγκαλώ, συγκεντρώνω

Σ
Σύμφυτος

φυτρωμένος μαζί με άλλον

Σ
Συμπαρασύρω

παρασέρνω μαζί μου

Σ
Συμπαθώ

συμμερίζομαι την θλίψη, πάσχω

Σ
Συμβιβαστικός

υποχωρητικός, διαλλακτικός

Σ
Συκοφαντώ

αποδίδω κατηγορία, διαβάλλω, κατηγορώ

Σ
Συζευγνύω

συνδέω, ενώνω δύο πράγματα μαζί

Σ
Συγκυρία

σύμπτωση, συντυχία

Σ
Συγκοινωνός

ο έχων πρόσβαση σε κάτι, ο έχων επικοινωνία

Σ
Συγκεφαλαίωση

σύντομη επανάληψη, συνόψιση

Σ
Συγκαταβαίνω

γίνομαι επιεικής, ενδοτικός

Σ
Στρουθίο

σπουργίτι

Σ
Στρεβλώνω

κάνω κάτι στρεβλό, διαστρέφω, παραμορφώνω

Σ
Στοχάζομαι

συλλογίζομαι, σκέφτομαι

Σ
Στιλπνός

λαμπερός, γυαλιστερός

Σ
Σπυρίδα

(σπυρίς) καλάθι, ζεμπίλι

Σ
Σπουδή

βιασύνη, γρηγοράδα, προθυμία, ζήλος

Σ
Σπουδάζω

βιάζομαι, σπεύδω

Σ
Σπονδή

ιεροτελεστία στην αρχαιότητα κατά την οποία έχυναν κρασί ή λάδι στη γη από ειδικό αγγείο, συνθήκη ειρήνης.

Σ
Σποδός

1. μισοσβησμένη στάχτη, καφτή στάχτη από ξύλα ή ξυλάνθρακες, χόβολη 2. η στάχτη από καμμένο νεκρό π.χ. «διασκόρπισαν τη σποδό της στη θάλασσα» 3. στάχτη σκορπισμένη στα μαλλιά ως ένδειξη πένθους 4. γενικά τέφρα, στάχτη 

Σ
Σπλαχνικός

συμπονετικός, συμπαθών

Σ
Σπιρίδα

(σπυρίς) καλάθι, ζεμπίλι

Σ
Σπίλος

κηλίδα, λεκές, μεταφ. ηθικό στίγμα

Σ
Σουδάριο

λουρίδα άσπρου πανιού για κεφάλι νεκρού

Σ
Σκωληκόβρωτος

καταφαγωμένος, ο γεμάτος από σκουλίκια

Σ
Σκυθρωπός

κατσούφης, κατηφής

Σ
Σκύβαλο

σκουπίδι, άχρηστο, απομεινάρι

Σ
Σκόλωψ

ενόχλημα, βάσανο, πάσσαλος

Σ
Σκιά
  1. σκιαγράφημα
  2.  το σκοτεινό είδωλο αδιαφανούς σώματος, το οποίο σχηματίζεται στο έδαφος ή σε άλλη επιφάνεια όταν τοσώμα φωτίζεται από την αντίθετη διεύθυνση  π.χ. αείδε τη σκιά του και φοβήθηκε» β. «ἵνα ἐρχομένου Πέτρου κἂν ἡ σκιὰ ἐπισκιάσῃ τινὶ αὐτῶν»
  3.  έλλειψη φωτός, μέρος τού χώρου όπου δεν εισχωρεί η ακτινοβολία μιας φωτεινής πηγής λόγω τής παρεμβολής αδιαφανούς σώματος π.χ. «κάθεται στη σκιά, γιατί πονάει το κεφάλι του»
  4. αντανάκλαση, εικόνα στην επιφάνεια υγρού«σκιά θανάτου» — πολύ σκοτεινός τόπος, όπου κατοικούν οι ψυχές των αμαρτωλών
Σ
Σκήπτρο

πολυτελής ράβδος ως έμβλημα της εξουσίας

Σ
Σκήνωμα

το σώμα του ανθρώπου ως κατοικία της ψυχής

Σ
Σκηνοποιός

κατασκευαστής σκηνών

Σ
Σκηνοπηγία

1. Ετήσια εβραϊκή γιορτή που αρχίζει τη 15η ημέρα του μήνα Τισρί (έβδομου μήνα του εβραϊκού ημερολογίου), πέντε μέρες μετά την ημέρα του εξισλαμισμού. Αρχίζει με αργία, διαρκεί επτά ημέρες και τελειώνει πάλι με αργία. Είναι φθινοπωρινή γιορτή και στους Βιβλικούς χρόνους επισφράγιζε το τέλος της συγκομιδής των ελιών και των καρπών καθώς και του τρύγου. Οι οδηγίες για το γιορτασμό της αναφέρονται στο κγκεφάλαιο του Λευϊτικού. Την πρώτη μέρα συγκεντρώνονταν όλοι μαζί και έπαυε κάθε χειρωνακτική ασχολία. Στη συνέχεια και για επτά ημέρες γίνονταν προσφορές με φωτιά. Τη τελευταία ημέρα οι γιορταστικές εκδηλώσεις αποκορυφώνονταν με άγια σύναξη. Στη διάρκειά της οι Ισραηλίτες κατασκεύαζαν σκηνές από κλαδιά ιτιάς, φοινικιών, και άλλων δέντρων, στις οποίες έμεναν όσο αυτή διαρκούσε, σ’ ανάμνηση των προγόνων τους που έζησαν σε σκηνές τα 40 χρόνια της περιπλάνησης τους μετά την έξοδό τους από την Αίγυπτο στην έρημο τού Σινά. Η γιορτή αυτή γιορτάζεται και σήμερα,το Σεπτέμβριο από τους ορθόδοξους Εβραίους 

2. εγκατάσταση σκηνών 

 

Σ
Σκάνδαλο

παγίδα, πειρασμός, αιτία καταστροφής, ο πλανών

Σ
Σιτηρέσιο

καθημερινή τροφή στρατιωτών

Σ
Σημεία και τέρατα

πράγματα τερατώδη, απίστευτα

Σ
Σεμνοπρεπής

σεμνός στους τρόπους

Σ
Σεμίδαλη

σιμιγδάλι

Σ
Σάρδιος

ημιπολύτιμος λίθος

Σ
Σαλεύω

κινώ, σείω, αλλάζω θέση

Σ
Σάβανα

σεντόνι περιτυλίγματος νεκρού

Σ
Ρύσαι

(ρύομαι) λυτρώνω, απελευθερώνω

Ρ
Ρυπαρία

βρωμιά, ανηθικότητα, ακαθαρσία

Ρ
Ρομφαία

πλατύ δίκοπο σπαθί

Ρ
Ρίζα

γένος, καταγωγή

Ρ
Ρήμα

λόγος, φράση, λέξη

Ρ
Ραπίζω

χαστουκίζω

Ρ
Ραδιουργία

ύπουλη και μυστική σκευωρία εναντίον κάποιου

Ρ
Πώρωση

πλήρης ηθική αναισθησία

Π
Πώποτε

ουδέποτε

Π
Πυλώνας

μεγάλη πύλη που αποτελεί την είσοδο ναού

Π
Πρωτότοκος

αυτός που γεννήθηκε πρώτος

Π
Πρώτιστος

ο πρώτος μεταξύ των πρώτων

Π
Πρώιμος

αυτός που γίνεται πρόωρα

Π
Προφητεύω

προλέγω τα μέλλοντα από τον Θεό εμπνευσμένος

Π
Πρόφαση

πλαστή δικαιολογία, πρόσχημα

Π
Προτροπή

παρόρμηση, παρακίνηση

Π
Πρότερος

προγενέστερος, πρωτύτερος

Π
Προσωποληπτώ

έχω χαριστική διάθεση έναντι σε κάποιους

Π
Προσφιλής

ο πολύ αγαπητός, πολυαγαπημένος

Π
Προσκόπτω

σκοντάφτω, προσκρούω

Π
Προσκαρτερώ

περιμένω υπομονετικά

Π
Πρόσκαιρα

αυτά που διαρκούν λίγο καιρό

Π
Προσηλώνω

καρφώνω, στερεώνω

Π
Προσήλυτος

αυτός που προσχώρησε σε θρησκευτικό δόγμα

Π
Προσδοκώ

περιμένω να συμβεί κάτι ευχάριστο

Π
Προσάπτω

καταλογίζω κάτι εις βάρος κάποιου

Π
Προσαναπληρώ

συμπληρώνω, αναπληρώνω

Π
Προπετής

αυθάδης, θρασύς, ορμητικός

Π
Προξενώ

γίνομαι αίτιος για να συμβεί κάτι

Π
Πρόξενος

αυτός που προκαλεί κάτι, υπαίτιος

Π
Προκρίνω

κρίνω από πριν, προαποφασίζω

Π
Προκείμενος

αυτός που βρίσκεται μπροστά

Π
Πρόκειμαι

βρίσκομαι μπροστά

Π
προΐσταμαι

είμαι επικεφαλής, διευθύνω, κυβερνώ

Π
Πρόθεση

το τραπέζι που τοποθετούνται τα ιερά σκεύη

Π
Προειρημένος

αυτός που έχει προαναφερθεί

Π
Πρόδηλος

ολοφάνερος, πασίγνωστος

Π
Πρόγνωση

πρόβλεψη

Π
Προβεβηκότες

άνθρωποι προχωρημένης ηλικίας

Π
Προαίρεση

επιθυμία, διάθεση, προτίμηση

Π
Πρέσβεις

διπλωματικοί αντιπρόσωποι κράτους σε ξένη χώρα

Π
Πραιτώριο

το μέγαρο των Ρωμαίων στρατηγών

Π
πορφύρα

ύφασμα βαμμένο κόκκινο, στολή αυτοκρατόρων

Π
Πορνεύω

1. παρέχω το σώμα μου για σαρκική ηδονή έναντι χρηματικής αμοιβής 2.(για άνδρα) συνευρίσκομαι με πόρνη 3.κάνω μια γυναίκα πόρνη, εκπορνεύω, διαφθείρω 4. επιδίδομαι σε ομοφυλοφιλική (παρά φύση) ερωτική επαφή 5 .συναναστρέφομαι με ειδωλολάτρες

Π
Πομπή

πανηγυρική η θρησκευτική συνοδεία

Π
Πολιτεύομαι

μετέχω στην πολιτική διαγωγή

Π
Πολίτευμα

η πολιτεία, η πολιτική διαγωγή

Π
Ποιώ

κατασκευάζω, δημιουργώ, εκτελώ

Π
Πόθεν

από που;

Π
Ποδήρης

αυτή που φτάνει ως τ’ άκρα των ποδιών

Π
Πληρώ

εκπληρώνω, γεμίζω, κάνω κάτι τέλειο

Π
Πλήκτης

φιλόνικος, υβριστής, φίλερις

Π
Πλεονεξία

απληστία, αχορτασιά,ταμάχι. φιλοκέρδεια, η τάση να αποκτήσει κανείς κάτι που δεν το δικαιούται

Π
Πλεονάζω

είμαι παραπάνω απ’ όσο πρέπει η χρειάζομαι

Π
Πλειότερο

περισσότερο, πάρα πολλές φορές

Π
Πλέγμα

καθετί το πλεγμένο, πλεξούδα

Π
Πλάνη

λαθεμένη γνώμη η κρίση, απάτη

Π
Πιθανολογία

γνώμη για το αληθοφανές (πιθανόν)

Π
Πεφυσιωμένος

ο ψωροηπερήφανος , φουσκωμένος

Π
Περιφρονώ

θεωρώ κάτι ανάξιο προσοχής η εκτίμησης

Π
Περιτομή

περιτέμνω, η κυκλική αποκοπή τού δέρματος που καλύπτει τη βάλανο τού ανδρικού γεννητικού οργάνου

Π
Περίσσεια

περίσσευμα,πλεόνασμα, πλήθος

Π
Περισπασμός

οτιδήποτε αποσπά την προσοχή

Π
Περιπίπτω

υποκύπτω, πέφτω

Π
Περικυκλωμένος

κυκλωμένος απ’ όλες τις πλευρές

Π
Περιεργάζομαι

εξετάζω κάτι με πολύ προσοχή και με λεπτομέρεια

Π
Περιεζωσμένοι

(περιζώννυμι) αυτοί που έχουν περιζωθεί

Π
Πέρας

τέρμα, τέλος,πέρατα, στην άκρη του κόσμου

Π
Πεπωλημένος

(πωλώ),πουλημένος

Π
Πεπυρωμένοι

πυρώ=καίω, φλέγομαι από επιθυμία, αναμμένοι από επιθυμία

Π
Πεπτωκυία

πίπτω, πεσμένη

Π
Πεποίθηση

σταθερή και ακλόνητη βεβαιότητα

Π
Πεπελεκισμένος

πελεκίζω=κόβω κάτι με τσεκούρι, αυτός που έχει πελεκιστεί

Π
Πεπεισμένος

σταθερός, με ακλόνητη βεβαιότητα

Π
Πέμψας

πέμπω= ο αποστείλας, στέλνω

Π
Πατάσσω

τιμωρώ αυστηρά, χτυπώ, πληγώνω

Π
Παρώκησα

παροικώ=διαμένω σε ξένη χώρα, κατοικώ σε ξένη γη

Π
Παρρησία

θαρρετή έκφραση γνώμης

Π
Παροργισμός

1.ερεθισμός που προκαλεί οργή 2. θυμός

Π
Παροξύνω

εξάπτω, ερεθίζω, παροργίζω

Π
Παροικία

κοινότητα ομοεθνών σε ξένη χώρα

Π
Πάροδος

1. η αφηρημένη έννοια τού παρέρχομαι, η παρέλευση, το πέρασμα (α. «η πάροδος τού κινδύνου» β. «πάροδος τού χρόνου» 2. στενή οδός που οδηγεί σε μεγαλύτερη, δίοδος, διάβαση, διέλευση, μονοπάτι

Π
Παριστάνω

περιγράφω, εικονίζω, προσκομίζω

Π
Παρθένος

1.ο αγνός, καθαρός, απείραχτος, άθιχτος 2.η αγνή προς γάμο κατάλληλη κόρη 3. εικονικά περί της χριστιανικής κοινότητας

Π
Παρήγορος

αυτός που δίνει παρηγοριά, κουράγιο

Π
Πάρεστιν

(πάρειμι) είμαι κοντά, είναι δυνατόν

Π
Παρεπιδημώ

διαμένω προσωρινά σε ξένο τύπο

Π
Παρεισάγω

εισάγω κρυφά, πλαγίως

Παραχείμαση

το ξεχειμώνιασμα, περνώ τον χειμώνα

Π
Παραφροσύνη

1.η κατάσταση τού παράφροναη απώλεια τού λογικούτρέλα

2.ασύνετος λόγος ή ασύνετη πράξη

3.φρενικό παραλήρημα

Είναι μια ασταθή ψυχική κατάσταση στην διάρκεια της οποίας ο παράφρων πλανιέται μέσα στο μυαλό του, μην μπορώντας να εκτελέσει την παραμικρή δραστηριότητα.

1.Στην Π.Δ. το ποιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι του βασιλέως της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ και το βρίσκουμε στο βιβλίο του Δανιήλ που από τότε διδάσκει, πως η υπερηφάνεια είναι η πρώτη αιτία που δημιουργεί παραφροσύνη (απώλεια λογικού) στους ανθρώπους. Αυτό ομολογεί ο Ναβουχοδονόσορας, όταν “οι φρένες του επέστρεψαν στο μυαλό του,” αναγνωρίζοντας στον Κύριο την δύναμη που έχει, “να ταπεινώνει αυτούς που περπατούν μέσα στην υπερηφάνεια.” (Δαν.4:36-37)

2.Σύμφωνα με τον Ησαΐα, σε μια τέτοια η παρόμοια κατάσταση θα περιέλθουν π.χ. οι κάτοικοι της Αιγύπτου. Κορυφαία της χαρακτηριστικά θα είναι ο φόβος και ο τρόμος που θα συναισθάνονται, από το άκουσμα και μόνο εκείνου (ενός σκληρού βασιλιά) η εκείνων (εξωτερικοί εχθροί και εμφύλιος)  που θα τους καταθλίβουν. Το ίδιο και χειρότερα θα χτυπηθεί και το περιβάλλον που θα ζουν. Αυτό, επειδή στην κυριολεξία θ’ αφανιστεί, θα τους κάνει ευάλωτους ώστε να παραφρονήσουν εντελώς, μέχρι να γνωρίσουν τον Κύριο και να γνωριστούν απ’ αυτόν. Εκείνη την ημέρα ο Κύριος θα τους γιατρέψει,-όπως τους υπόσχεται με τον Ησαΐα,- για να τους αγαθοποιήσει και να είναι για πάντα λαός Του! (Ησ.19:1-25)

3.Την ίδια παραφροσύνη θα διασπείρει ο Κύριος ενάντια σε όλα τα έθνη της γης που θα εκστρατεύσουν εναντίον των Ισραηλιτών και της Ιερουσαλήμ, για να γνωριστεί και με αυτούς, όπως με τους Αιγυπτίους και τους Ασσύριους εκείνη την ημέρα και να τους σώσει, σύμφωνα με την υπόσχεση που έδωσε στους πατέρες τους! (Ζαχ.12:4)

4.Ως ασύνετη πράξη χαρακτηρίζεται η παραφροσύνη του Βαλαάμ του προφήτου, την οποία μετέρχεται η Κ.Δ. ακριβώς για να καταδείξει την διαστροφή του. Δελεαζόμενος από τα δώρα του Βαλάκ βασιλέως του Μωάβ, ανόμησε ενώπιον του Κυρίου, ο οποίος μεταχειρίζεται κάθε μέσον για να τον αποτρέψει από το να καταραστεί τον λαό Ισραήλ. ΔΕΝ ήταν αυτός ο ρόλος του ΟΥΤΕ αυτή η αποστολή του ως προφήτου από τον Κύριο. Ο απόστολος Πέτρος λέει, πως “Ελέγχθηκε από ένα άφωνο υποζύγιο που μίλησε με φωνή ανθρώπου, εμποδίζοντας την παραφροσύνη τού προφήτη να προβεί στην παρανομία του”  (Β΄Πέτ.2:16)

5. Για “παραφροσύνη” κατηγόρησε τον απόστολο Παύλο ο Πόρκιος Φήστος, διοικητής της Καισάρειας, ενώπιον του Αγρίππα του βασιλέως της Ιουδαίας και της Βερνίκης της συζύγου του και ενώπιον όλου του συμβουλίου, όταν αυτός απολογείτο για τον Ιησού Χρηστό. Ο Φήστος ξαφνικά και με φωνήν μεγάλη είπε· “Μαίνεσαι, Παύλε, τα πολλά γράμματα σε καταφέρουσιν εις μανίαν”. Χρησιμοποιόντας  τις λέξεις  “Μαίνεσαι” και “Μανία” ήθελε να δείξει σε όλους ότι ο Παύλος βρίσκεται σεφρενικό παραλήρημα” υποβαθμίζοντας έτσι την ομολογία του, για το πως γνωρίστηκε από τον ίδιο τον Κύριο. Η απάντηση ήρθε άμεσα από τον Παύλο ο οποίος του είπε:  Δεν μαίνομαι (δεν είμαι τρελός) κράτιστε Φήστε, αλλά προφέρω λόγους αληθείας και νοός υγιαίνοντος.(έχω δηλ. σώας τας φρένας και αυτά που λέω είναι η αλήθεια) (Πράξ.26:2425)

βλ. “άφρων” και “αφροσύνη”

Π
Παραστέκομαι

στέκω στο πλευρό, βοηθώ, συμπαρίσταμαι

Π
Παραπικραίνω

στεναχωρώ πολύ, παροξύνω

Π
Παραμυθία

παρηγοριά, προτροπή

Π
Παρακύπτω

σκύβω, υποτάσσομαι

Π
Παρακλίνω

προτρέπω, παροτρύνω

Π
Παράκλητος

ο καλούμενος σε βοήθεια

Π
Παράκληση

πρόσκληση προς βοήθεια, παρακίνηση, προτροπή

Π
Παρακαταθήκη

1. Σύμβαση με την οποία ένα πρόσωπο, φυσικό ή νομικό,ονομαζόμενο θεματοφύλακας, παραλαμβάνει από ένα άλλο πρόσωπο (παρακαταθέτη) ένα κινητό πράγμα προς φύλαξη, με την υποχρέωση να το επιστρέψει μόλις ζητηθεί.,

2.κανόνας που έθεσε σοφό ή ιερό πρόσωπο, νόμος, συμβουλή, σκέψη που πρέπει να διαφυλαχθεί ως κάτι πολύτιμο και προς το οποίο επιβάλλεται πλήρης συμμόρφωση

Π
Παραβολή

1. αλληγορική διήγηση με ηθικό δίδαγμα

2.Λόγια με τρόπο που να βρίσκει άμεση απήχηση στη φαντασία, και να διεγείρει το ενδιαφέρον του ανθρώπου, και όχι με τη μορφή αφηρημένης διάλεξης. Είναι η αλήθεια που θέλει να δείξει κάποιος ενσωματώνοντάς την στην διήγηση με αλληγορία. Είτε με παρομοίωση, η γνωμικό, η παροιμία, η αίνιγμα.

3.Διαφέρουν από τούς μύθους διότι αφηγούνται πράξεις οι οποίες είναι δυνατές και πιθανές, ενώ οι μύθοι αφηγούνται αδύνατα πράγματα, όπως η συζήτηση μεταξύ ζώων και άψυχων πραγμάτων

4. Οι παραβολές είναι κι αυτές εκτός από μέθοδο διδασκαλίας και μια “θύρα λόγου”. (Αποκ.3:8, Α΄Τιμ.16:9) Ο απόστολος Παύλος μας εξηγεί, πως αυτή η “θύρα του λόγου” ανοίγεται από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό τον Κύριό μας με θαυμαστό τρόπο σε όποιον Πρώτον, ΑΚΟΥΕΙ (Πράξ.16:14) δεύτερον, ΠΙΣΤΕΥΕΙ, (Πράξ.14:9) τρίτον,  ΜΕΤΑΝΟΕΙ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ, (Πράξ.2:38, Β΄Κορ.3:16) ΚΑΙ τέταρτον, ΣΕ ΟΠΟΙΟΝ ΕΚΛΕΓΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΥΠΟΛΟΙΠΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΤΗΝ ΑΓΑΘΗ ΜΕΡΙΔΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ. (Λουκ.10:41, Β΄Τιμ.3:16) Σ’ ΑΥΤΟΝ Ο ΚΥΡΙΟΣ θα του αναγνωρίσει το δικαίωμα με βάση τα ποιο πάνω χαρακτηριστικά και την πρόσκλησή του από τον Θεό, να «γνωρίσει» όχι μόνο Τον ίδιο αλλά και «τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών», που δικαιώνουν όποιον ζει δι αυτών…! (Ματθ.13:11) ΕΝΩ σε άλλους, όπως επί παραδείγματι στους όχλους η στους Γραμματείς και Φαρισαίους, δίνει να τον “γνωρίσουν” με παραβολές, με γρίφους δηλαδή, για να ελκύονται από το υψηλό τους δίδαγμα αλλά ποτέ να μην ταυτίζονται μ’ αυτό, επειδή στις προθέσεις τους δεν είναι η εξερεύνηση του θελήματος του Θεού, διαφορετικά, θα ήταν κι αυτοί «διδακτοί του Κυρίου».

Π
Πανταχόθεν

από παντού, από όλα τα μέρη

Π
Πανουργία

δολιότητα, πονηρό τέχνασμα, απάτη

Π
Πανηγύρι

γενικός εορτασμός θρησκευτικής εορτής, διασκέδαση, ξεφάντωμα, φιλονικία, καβγάς, ανακατωσούρα

Π
Παλιγγενεσία

αναγέννηση, ανάσταση, ανανέωση, νέα κτήση

Π
Πάλαι

τον παλιό καιρό

Π
Παιδαγωγός

αυτός που φροντίζει για την αγωγή των παιδιών

Π
Όψιμος
  1. αυτός που γεννιέται, γίνεται η παράγεται μετά από το κατάλληλο και προκαθορισμένο διάστημα, 2. καθυστερημένα, 3. αυτός που ωριμάζει αργά 4.αυτός που εκδηλώνεται με καθυστέρηση, το αντιθ. του πρώιμος
Ο
Οχληρός

ενοχλητικός, δυσάρεστος, φορτικός

Ο
Οφρύς

φρύδι, μέρος εξέχον του εδάφους

Ο
Οφθαλμοδουλεία

1.η με τους οφθαλμούς έκφραση δουλικής προθυμίας,2. επίδειξη υπερβολικού ζήλου για να φαίνεται στους άλλους

Ο
Ουδόλως

με κανένα τρόπο

Ο
Οσφύς

η μέση του ανθρώπινου σώματος. αληγ. η έδρα της αναπαραγωγικής δύναμης του άνδρα

Ο
όρνις

όρνιθα, κότα, πουλί

Ο
Όρθρος

χαραυγή, χαράματα, η πρωία

Ο
Ορέγομαι

επιθυμώ έντονα, λαχταρώ, απλώνω

Ο
Οπωσούν

κάπως

Ο
Οπωρικό

η οπώρα, το φρούτο

Ο
Όξος

ξύδι

Ο
Οξεία

αιχμηρή, σουβλερή, μυτερή, κοπτερή

Ο
Όντινα

όποιον

Ο
Ονειδίζω

επιπλήττω, κατηγορώ, χλευάζω, βρίζω

Ο
Ομόφρων

αυτός που έχει τις ίδιες ιδέες με άλλον

Ο
Ομού

ταυτόχρονα, μαζί, συγχρόνως, παρομοίως

Ο
Ομοθυμαδόν

με την ίδια ψυχική διάθεση, το ίδιο φρόνημα

Ο
Ομόζυγος

ζεμένος στον ίδιο ζυγό

Ο
Ομνύω

ορκίζομαι

Ο
Ολολύζω

βγάζω θρηνητικές κραυγές, θρηνώ δυνατά

Ο
Ολοκαύτωμα

κάθε τι που καταστρέφεται ολοκληρωτικά από φωτιά

Ο
Όλεθρος

καταστροφή, αφανισμός, φθορά, θάνατος

Ο
Οικτείρω

λυπούμαι κάποιον, ευσπλαχνίζομαι, ελεώ

Ο
Οικουμένη

ο κατοικούμενος κόσμος

Ο
Οικονομία

επιστασία, διαχείριση,«θεία οικονομία» το όλο σχέδιο τού θεού για τη σωτηρία τού κόσμου

Ο
Όθεν

άρα, επομένως, απ’ όπου, δια τούτο

Ο
Όζω

αποπνέω δυσοσμία, μυρίζω άσχημα

Ο
Οδύνη

ψυχικός πόνος, θλίψη, λύπη

Ο
Οδυρμός

θρήνος, κλαυθμός

Ο
Ξενίζω

υποδέχομαι κάποιον ξένο και τον περιποιούμαι, φιλοξενώ

Ξ
Νώτον

η ραχιαία επιφάνεια τού κορμού τού ανθρώπου

Ν
Νωθρός

βλάκας, οκνός, τεμπέλης, αργός

Ν
Νύξ

νύχτα

Ν
Ντροπή

συστολή από σεβασμό

Ν
Νουθετώ

δίνω συμβουλές, δασκαλεύω

Μ
Νόθος

ο γεννημένος από μη νόμιμο γάμο, μη γνήσιος

Ν
Νηστεία

(νη+εσθίω=δεν τρώω, νηστεύω), αφαγία

Ν
Νέφος

σύννεφο, μεγάλο πλήθος

Ν
Νεφέλη

σύννεφο

Μ
Μωρολογία

ανόητη φλυαρία

Μ
Μωραί

πνευματικά εξασθενισμένες, ανόητες

Μ
Μώμος

ελλάτωμα

Μ
Μυστήριο

κάθε τι το ακατανόητο, ασύλληπτο

Μ
Μυριάδες

αμέτρητο πλύθος

Μ
Μύλου φωνή

ο ψίθυρος που παράγει στρεφόμενος ο μύλος

Μ
Μύθος

φανταστική, ψευδής διήγηση

Μ
Μυελός

λιπώδης ουσία στα οστά, μυαλό

Μ
Μόδι

μέτρο χωρητικότητας 8,7 λίτρα

Μ
Μνημόσυνο

μνήμη, υπενθύμιση, ενθύμηση

Μ
Μισθαποδοσία

αμοιβή, απόδοση μισθού

Μ
Μιμητής

αυτός που μιλά η ενεργεί όπως ένας άλλος

Μ
Μιαίνω

ρυπαίνω, μολύνω, βεβηλώνω

Μ
Μηκέτι

όχι πλέον

Μ
Μηδείς

κανείς

Μ
Μετοικώ

αλλάζω κατοικία η τόπο

Μ
Μετατίθεμαι

τοποθετούμαι σε άλλη θέση

Μ
Μετανοώ
  1. αλλάζω γνώμη ή σκοπό,  2. λυπάμαι για αμαρτίες που έκανα ή για καλές πράξεις που παρέλειψα να κάνω 3. μετανιώνω για λάθος ή κακό που έκανα
Μ
Μεταμέλεια

αλλαγή γνώμης η απόφασης

Μ
Μεταδοτικός

αυτός που μεταδίνει κατανοητικά τις γνώσεις του

Μ
Μεταβαίνω

πηγαίνω από το ένα μέρος στο άλλο

Μ
Μεστός

γεμάτος, πλήρης

Μ
Μεσουράνημα

στο μέσον του ουρανού

Μ
Μεσιτεύω

ενεργώ ως μεσίτης, παρεμβαίνω ή μεσολαβώ μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων για να τούς συμβιβάσω, να τούς συμφιλιώσω ή για να συνάψουν συμφωνία

Μ
Μερισθείς

διαιρεθείς, διανομέας, αυτός που μοιράζει

Μ
Μέριμνα

φροντίδα, έγνοια, πρόνοια, ανησυχία

Μ
Μεμψίμοιρος

γκρινιάρης, παραπονιάρης, δυσαρεστημένος

Μ
Μέμφομαι

κατηγορώ, κατακρίνω, κακίζω

Μ
Μέλλω

σκοπεύω, μελετώ να κάνω κάτι

Μ
Μέλας

τελείως σκοτεινός, μαύρος

Μ
Μεθόρια

σύνορα, αποτελεί όριο

Μ
Μεθοδεύω

εκτελώ κάτι με μέθοδο, με προγραμματισμό

Μ
Μεγαλαυχώ

αλαζονεύομαι, κομπάζω, καυχώμαι

Μ
Ματαιολογία

ανόητη και άσκοπη πολυλογία, κενολογία

Μ
Μαρτυρία

πληροφορία, βεβαίωση, ομολογία

Μ
Μακροθυμία

υπομονή, καρτερικότητα

Μ
Μακελείον

σφαγείο, αγορά τροφίμων

Μ
Μακαρισμός

1. το να αποκαλούν κάποιον μακάριο, το καλοτύχισμα. 2. οι εννιά σύντομοι λόγοι του Χριστού που είναι γνωστοί ως «η επί του Όρους ομιλία» και ξεκινούν με τη λέξη «μακάριοι»

Μ
Μαίνομαι

κατέχομαι από μανία, είμαι έξω φρενών

Μ
Λύτρωση

απαλλαγή από δεινά, σωτηρία

Λ
Λοίσθιος

αυτός που ψυχορραγεί, τελευταίος

Λ
Λοιμός

θανατηφόρα επιδημία

Λ
Λοιδορώ

βρίζω, χλευάζω, κοροϊδεύω, κακολογώ

Κ
Λινάριο

ποώδες φυτό με ίνες για υφαντική

Κ
Λιμός

μεγάλη πείνα από έλλειψη τροφής

Κ
Λησμονώ

ξεχνώ, αμελώ, παραβαίνω

Λ
Λαληθησομένων

λαλέω, ομιλώ, αυτών που ειπώθηκαν

Κ
Λακτίζω

κλοτσάω, χτυπάω με τα πόδια

Κ
Λαθραίος

μυστικός, κρυφός, αυτός που διαφεύγει

Κ
Κώμος
  1. είδος βακχικού χορού των διονυσιακών τελετών. 2. Αρχαιοελληνική γιορτή με μουσική και χορούς. 3. ασωτίες, γλέντια ασελγή
Κ
Κύων

σκύλος η σκύλα

Κ
Κυρτώνω

δίνω σε κάτι σχήμα κυρτό, καμπουριάζω

Κ
Κυριότητα

κατοχή ενός πράγματος, ιδιοκτησία

Κ
Κύμβαλο

1.είδος κρουστού μουσικού οργάνου, 2. το ζεύγος ορειχάλκινων δίσκων, με τη σύγκρουση των οποίων παράγεται ήχος

Κ
Κτήτορας

κύριος, κάτοχος, ιδιοκτήτης

Κ
Κρίθινος

κριθαρένιος

Κ
Κρημνός

γκρεμός, τόπος απόκρυμνος

Κ
Κρημνισμός

γκρέμισμα

Κ
Κράτος

δύναμη, ισχύς, αρχή, εξουσία

Κ
Κραταιός

δυνατός, ισχυρός

Κ
Κραιπάλη

μεγάλο μεθύσι, ακόλαστη οργιώδης ζωή

Κ
Κονιορτός

σύννεφο σκόνης

Κ
Κόμη

οι τρίχες της κεφαλής, τα μαλλιά

Κ
Κοίτη

το κρεβάτι, μέρος για πλάγιασμα

Κ
Κλώμενο

(κλάω=σπάω, τσακίζω, αποκόβω), σπασμένο

Κ
Κλονίζομαι

κυριεύομαι από αμφιβολία, πάω να πέσω

Κ
Κλίνη

κρεβάτι

Κ
Κλητός

καλεσμένος

Κ
Κληθή

(κλήση, καλέω=προσκαλώ ονομάζω), προσκαλεσθή

Κ
Κλάσματα

κομμάτια, ίσα μέρη μονάδος

Λ
Κινάμωμον

η κανέλα

Κ
Κέρας

εξουσία, δύναμη, εξέχουσα άκρη, κέρατο ζώου

Κ
Κεραμέας

τεχνίτης για πήλινα αγγεία η κεραμίδια

Κ
Κενόδοξος

ματαιόδοξος, άδειος απ’ όλα

Κ
Κέλευσμα

παράγγελμα, πρόσταγμα

Κ
Κεκυρωμένη

επικυρωμένη

Κ
Κεκαυτηριασμένη

(καυτηριάζω=καίω, σημαδεύω), έχει καυτηριαστεί

Κ
Κείρω

κόβω τα μαλλιά, κουρεύω

Κ
Κείμαι

βρίσκομαι, ξαπλωμένος, θαμμένος

Κ
Καύχημα

καμάρι, καύχηση, παρρησία

Κ
Καύμα

υπερβολική γεύση, ηλιόκαμα

Κ
Κάτοπτρο

κάθε επιφάνεια που αντανακλά, καθρέπτης

Κ
Κατήφεια

κατσούφιασμα, σκυθρωπότητα, λύπη

Κ
Κατεπόθη

(καταπίνω=εξολοθρεύω), εξολοθρεύθη

Κ
Καταφρονώ

περιφρονώ, φρονώ κατά τινος

Κ
Καταφεύγω

πηγαίνω κάπου για αναζήτηση προστασίας

Κ
Καταστρώνω

καταρτίζω, συντάσσω σε όλες τις λεπτομέρειες

Κ
Κατασκιάζω

σκεπάζω με σκιά, ισκιώνω

Κ
Κατασκήνωση

ο τόπος που αναπαύεται κάποιος

Κ
Καταρτίζω

διορθώνω, παρασκευάζω, συγκροτώ, μορφώ

Κ
Καταποντίζω

βυθίζω, αφανίζω, πνίγω

Κ
Καταπίεση

ισχυρά πίεση

Κ
Καταπέτασμα

ύφασμα που χωρίζει τα Άγια των Αγίων από τ’ Άγια

Κ
Καταπείθω

πείθω απόλυτα

Κ
Κατάπαυση

τελεία παύση, σταμάτημα, ανάπαυση

Κ
Κατάνυξη

βαθιά συγκίνηση μπροστά σε κάτι θείο

Κ
Καταλύω

διαλύω, καταργώ, καταστρέφω, αφανίζω

Κ
Κατάλυμμα

τόπος η χώρος προσωρινής διαμονής

Κ
Κατάλοιπο

υπόλοιπο, απομεινάρι

Κ
Καταλείπω

αφήνω πίσω μου, αφήνω και φεύγω

Κ
Καταλαλώ

κακολογώ, δυσφημώ, διαβάλλω

Κ
Κατακαίω

καίω εντελώς, όλως διόλου

Κ
Καταισχύνω

ατιμάζω, καταντροπιάζω, βρίζω

Κ
Κατάδηλος

ολοφάνερος

Κ
καταβολής κόσμου

η αρχή, το απώτατο χρονικό σημείο, αφότου πλάστηκε ο κόσμος

Κ
Καταβάλλω

νικώ, εξασθενίζω, εξαντλώ

Κ
Καρτερώ

περιμένω υπομονετικά, αντέχω

Κ
Καπηλεύω

φθείρω, απατώ, νοθεύω

Κ
Κάμπτω

λυγίζω, ταπεινώνω, εξουδετερώνω αντίσταση

Κ
Κάλαμος

το καλάμι, η γραφίδα

Κ
Κακουχία

σωματική ταλαιπωρία, βασανισμός

Κ
Κακοήθεια

ανηθικότητα, φαυλότητα, απάτη

Κ
Καίτοι

αν και, μολονότι

Κ
Καθίσταμαι

γίνομαι, καταντώ

Κ
Καθαιρώ

κατεδαφίζω, γκρεμίζω, κατασρέφω

Κ
Άγγελοι

Οι άγγελοι είναι οντότητες πνευματικές. Δημιουργήθηκαν από τον Θεό πριν από τον κόσμο, περιβάλουν τον θρόνο του Θεού, υμνούν το μεγαλείο του και αποστέλλονται από αυτόν για να αποκαλύψουν στους ανθρώπους το θέλημά Του.

Είναι αναρίθμητοι: “χιλιάδες χιλιάδων υπηρετούσαν μπροστά του..” (Δαν.7:10), “άκουσα τη φωνή πολλών αγγέλων γύρω από το θρόνο..” (Αποκ. 5:11) “συνάθροιση αμέτρητων αγγέλων”, (Εβρ.12:22)

Προστατεύουν ανθρώπους: π.χ. στην Π.Δ. Άγγελοι διασώζουν τον Λωτ(Γέν. 19:1-22),  άγγελος προστατεύει τον Αβραάμ για να μην θυσιάσει τον Ισαάκ (Γέν. 22:11-12), τον Ιακώβ (Γέν.32:24-30), τον  Δανιήλ στον λάκο των λεόντων (Δαν.6:22),ένα πλήθος αγγέλων τον Ελισσαιέ ( Β΄Βασ.6:15-17). Στην Κ.Δ. τον Ιωσήφ και την Μαρία από τον Ηρώδη (Ματθαίος 2:13-15).Η απελευθέρωση του Πέτρου από τη φυλακή (Πράξεις 12:6-11) Η καθοδήγηση και προστασία του Παύλου στο ταξίδι για την Ρώμη (Πράξ. 27:23-25)

ενώ εκτελούν και αποφάσεις τιμωρίας του Θεού: Στην Π.Δ. Η καταστροφή των Σοδόμων και Γομόρρας (Γέν. 19:24-25). “Άγγελος του Κυρίου πλήττει τα πρωτότοκα των Αιγυπτίων”, (Έξ.12:29),άγγελος καταστρέφει τους στρατιώτες του Σενναχηρίμ (Β΄Βασ.19:35), κ.αλ. Στην Κ.Δ. Η τιμωρία του Ηρώδη (Πράξ.12:21-23), Η τιμωρία του Ανάνια και της Σαφείρας(Πράξ.5:1-11), “..οι δε θερισταί είναι οι άγγελοι” (Ματθ. 13:39) κ.αλ.

Στα αρχαιότερα βιβλικά κείμενα ο όρος ‘άγγελος’ συνοδεύεται με τον προσδιορισμό ‘του Κυρίου’ η ‘του Θεού’ πράγμα που δηλώνει τον ίδιο τον Θεό. Από αγγέλους εδόθη ο νόμος στον Μωυσή, πράγμα που υπογραμμίζει την θεία προέλευσή του, ( Πραξ. 7:53) όμως το πεπερασμένο της φύσης τους φανέρωνε ταυτόχρονα  και την προσωρινότητά του.(Γαλ.3:19)Το ίδιο και οι άγγελοι–δαιμόνια, γνωρίζουν την Αγία Γραφή, την οποία είτε την κρύβουν από τους ανθρώπους είτε την διαστρεβλώνουν, επειδή μισούν την δημιουργία του Θεού και ξέρουν πως οι ίδιοι λίγο καιρό έχουν (Ματθ.4:6, Μαρκ.1;24,Ιάκ.2:19,Αποκ.12:12 κ.αλ.)

Πολλά περισσότερα: «Ο κόσμος των αγγέλων»

Α
Καινή Διαθήκη

Η έκφραση «Καινή Διαθήκη» προέρχεται από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό, ο οποίος κατά τον μυστικό δείπνο είπε. «τούτο γάρ εστί το αίμα μου το της καινής διαθήκης το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών». (Ματθ.26:28) δηλώνοντας έτσι τη νέα περίοδο της λυτρωτικής οικονομίας του Θεού. Η νέα αυτή περίοδος για την ανθρωπότητα, που εγκαινιάζει ο Χριστός με την σάρκωσή του και σφραγίζει με το σταυρικό του θάνατο και την ανάσταση, αποτελεί πραγματοποίηση των υποσχέσεων της Παλαιάς Διαθήκης, στα χρόνια της οποίας οι προφήτες οραματίσθηκαν μια καινούργια, αιώνια διαθήκη ανάμεσα στο Θεό και το λαό Του.

Ήδη ο Ιερεμίας προαναγγέλλει.  «έρχονται μέρες, λέει ο Κύριος που θα κάνω καινούρια διαθήκη με το λαό του Ισραήλ και του Ιούδα…..» ( Ιερ.31:31 & 32:40).

Η υπόσχεση αυτή πραγματοποιήθηκε  όχι μόνο για το λαό του Ισραήλ και του Ιούδα αλλά για όλη την ανθρωπότητα, που μπορεί να καρπωθεί τις συνέπειες της σταύρωσης και της ανάστασης.

τα Ευαγγέλια μαζί με τις Επιστολές και τα λοιπά βιβλία της Κ. Διαθήκης απαριθμούνται στο σύνολό τους 27 και καθιερώθηκαν ως «Γραφή» και ως η «Κ. Διαθήκη».

Περισσότερα : Εισαγωγή στην Βίβλο

Κ
Παλαιά Διαθήκη

Με τον όρο «Παλαιά Διαθήκη» δηλώνεται το πρώτο μέρος μιας συλλογής 39 θεόπνευστων βιβλίων, που αποτέλεσε την πρώτη Αγία Γραφή της αρχαίας χριστιανικής Εκκλησίας και που αναγνωρίζεται και από τον ιουδαϊσμό ως ιερή Βίβλος του. 0 όρος «διαθήκη», που κατά κυριολεξία δηλώνει την τελευταία έκφραση της βούλησης ενός προσώπου, Στη βιβλική γλώσσα αποτελεί απόδοση στα ελληνικά μιας εβραϊκής λέξης που σημαίνει «συνθήκη», «συμμαχία», «σύμβαση» ή «συμφωνία». ο όρος χρησιμοποιείται στη Βίβλο ειδικότερα για να δηλώσει την ιδιότυπου χαρακτήρα συμφωνία που διέπει τις σχέσεις του θεού με άτομα (Γεν 9,8εξ· 15,18-17,1 εξ) ή το λαό του Ισραήλ (Εξ κεφ. 19-24) και στοχεύει στη δημιουργία των προϋποθέσεων για τη σωτηρία ολόκληρης της ανθρωπότητας.

περισσότερα: Εισαγωγή στην Βίβλο

Π
Βίβλος

α) Ένας εξευρωπαϊσμένος όρος της Αγίας Γραφής, που προέκυψε κατά την μεταγλώττισή της στα Λατινικά  από την μεταφορά της ελληνικής λέξης βιβλίο. (Ματθ.1:1)

β) Οι όροι «Βίβλος» η «Αγία Γραφή» δηλώνουν στη χριστιανική παράδοση δύο συλλογές βιβλίων: Μια αρχαιότερη, την «Παλαιά Διαθήκη» και μια νεότερη, την «Καινή Διαθήκη», που αναφέρονται στην αποκάλυψη του Θεού μέσα στην ανθρώπινη ιστορία. Έτσι, η Βίβλος δεν είναι προϊόν ενός συγγραφέα ή μίας εποχής, αλλά περιλαμβάνει κείμενα που καλύπτουν μια μακραίωνη χρονική περίοδο, στα οποία αντικατοπτρίζονται οι γλωσσικές ιδιομορφίες και τα εκφραστικά μέσα της κάθε εποχής, οι φιλοσοφικές, θεολογικές και θρησκευτικές ιδέες και αντιλήψεις, καθώς και τα κάθε φορά πολιτικά και κοινωνικά δεδομένα. Όμως η Βίβλος δεν είναι μόνον ανθρώπινο έργο αλλά και θείο, καθώς δεν είναι προϊόν γραφείου, καρπός των θεωρητικών αναζητήσεων κάποιου διανοουμένου ή το κατασκεύασμα κάποιου ιερατείου, αλλά πίσω από κάθε βιβλικό κείμενο υπάρχει η αποκάλυψη του Θεού προς το λαό του, ο οποίος τη βίωσε και διατήρησε ζωντανή στην παράδοση του την εμπειρία της.

Περισσότερα: «Εισαγωγή στην Βίβλο»

Β
Αγία Γραφή

Η Αγία Γραφή η αλλιώς η Βίβλος είναι ένα βιβλίο με σπουδαία και αξιόλογα θέματα, γραμμένα σε διαφορετικές μεταξύ τους εποχές με πλήθος αναφορές σε αληθινά πρόσωπα και εξακριβωμένα γεγονότα, μερικά από τα οποία συνέθεσαν την ανθρώπινη ιστορία από την αρχή του κόσμου. Η συγγραφή του έχει γίνει με ύφος απλό και κατανοητό από αρκετούς ανθρώπους, με κάποιους να έχουν γνώσεις και άλλοι όχι. Η  θεόπνευστη διδασκαλία του, το καθιστά απαραίτητο για μικρούς και μεγάλους όπως και ιδιαίτερα επίκαιρο, αφού αναφέρεται στις ημέρες μας με πολλές λεπτομέρειες σ’ αυτές, ονομάζοντάς τες «έσχατες». Η εκπλήρωση ενός μεγάλου μέρους του, το κάνει εντελώς ξεχωριστό  και το καθιστά άκρως προφητικό! (Β΄Τιμ.3:16, Β΄Πετρ.1:20) 

Περισσότερα «Εισαγωγή στην Βίβλο»

Α
Λόγος

α) Το δεύτερο πρόσωπο τής Αγίας Τριάδας, ο Ιησούς Χριστός

β) Στη φιλοσοφία Λόγος είναι η «ρυθμιστική αρχή του σύμπαντος», ενώ η λέξη στην Π.Δ. χρησιμοποιείται με συναφή έννοια ως εκδήλωση  της «Σοφίας» του Θεού.

γ) Στην Κ.Δ. αποσαφηνίζεται πλήρως στον ευαγγέλιο του Ιωάννη, ο προσωπικός χαρακτήρας του Λόγου που προϋπήρχε στον Θεό, ο οποίος ήρθε στον κόσμο σταλμένος από τον Πατέρα, για να εκπληρώσει την αποστολή του και να επιστρέψει πάλι σ’ αυτόν, όταν η αποστολή του εκπληρωνόταν. Ως  «Θεός – Λόγος»  είναι παρών πριν από τον κόσμο όπου τα πάντα δημιουργούνται και συντηρούνται από αυτόν.  Κι ενώ στην Π.Δ. κρατάει μια ποικιλόμορφη σχέση με τα έθνη και ιδιαίτερα με τον Ισραήλ, στην Κ.Δ. ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού  για να διακηρύξει την δόξα και το σωτήριο έργο του, ως Λόγος του Θεού.

δ) ο Γραπτός Λόγος του Θεού: Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός, όσο και οι απόστολοι αλλά και οι ευαγγελιστές, ΣΥΣΤΗΝΟΥΝ τον ΓΡΑΠΤΟ Λόγο του Θεού,-Παλαιά & Νέα Διαθήκη με έμφαση στην Ν. Διαθήκη,- ως αναπόσπαστο μέρος της καθημερινής μελέτης ενός χριστιανού και σημείο αναφοράς και πίστεως στο πρόσωπό Του, με συγκεκριμένες οδηγίες που είναι μέσα σ’ αυτόν, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΤΟΥ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ, ούτε βιβλία ούτε παραδόσεις, είτε αυτά να είχαν δοθεί γραπτά είτε προφορικά. Β΄Πέτ.1:19, Ψαλμ.18:30, 119:18, 41,61,105,116,140,148/Ησα.28:13, 55:11,66:2/Ιερ.15:16 κ. αλ.

Λ
Εν αρχή

στην αρχή

Ε
απαρχή
1. έναρξη θυσίας, η πρώτη προσφορά, η προσφορά των πρώτων καρπών της συγκομιδής
2. αρχή, έναρξη
3. το πρώτο και καλύτερο μέρος κάθε πράγματος.
Α
αρχή
1. τοπικό ή χρονικό σημείο απόπου ξεκινά κάποιος, η αφετηρία ή η έναρξη
2. η πρώτη αιτία
3. η βάση, η προϋπόθεση
4. το μόνο ή κύριο συστατικό στοιχείο
5. ο κανόνας ο διατυπωμένος επιστημονικά
6. ο αρχηγός, η εξουσία, το κράτος, η κυβέρνηση
7. στον πληθ. αρχές/τα δημόσια αξιώματα,  οι δυνάμεις,  οι αόρατες εξουσίες .
Α
Ίσταμαι

κατέχω αξίωμα, στέκω

Ι
Ίριδα

το ουράνιο τόξο

Ι
Ιμάτια

ρούχα, ενδύματα, μανδύας

Ι
‘Ιλεως

συγκαταβατικός, ευμενής, (για τον θεό) εύσπλαγχνος, πολυέλεος

Ι
Ιλαστήριο

κάτι που προσφέρεται προς εξιλέωση, μέσο εξιλασμού 2. το ιλαστήριο: το κάλυμμα τής κιβωτού στα άγια τών αγίων

Ι
Ιλασμός

1. εξιλέωση, εξευμενισμός 2. συγχώρηση, άφεση, χάρη 3. εξαγνισμός, καθαρμός

Ι
Ιλαρότητα

η καλή ψυχική διάθεση, ευθυμία, φαιδρότητα

Ι
Ικετεύω

ζητώ βοήθεια, προστασία, παρακαλώ θερμά, προσεύχομαι στον θεό

Ι
Ιερουργώ

τελώ θρησκευτική τελετή

Ι
Ιεροσυλία

Η ανόσια διαρπαγή, η κλοπή αντικειμένων από κάποιο ιερό οικοδόμημα (ναό, τάφο κλπ.), κατά τρόπο ώστε το τελευταίο να υφίσταται διάρρηξη και βεβήλωση.

Ι
Ιερατεία

το αξίωμα τού ιερέα, η ιερωσύνη

Ι
Ίασπις

πολύτιμη αδιαφανής πέτρα. Παρουσιάζεται με διάφορες και συχνά ζωηρόχρωμες αποχρώσεις, από γαλάζιο έως κίτρινο και από φαιό έως κόκκινο

Ι
Θύση

(θύω=αφανίζω, καταστρέφω, θυσιάζω), να καταστρέψει

Θ
Θυμίαμα

ειδικό ρετσίνι που όταν καίγεται βγάζει καπνούς με ευχάριστη μυρουδιά, λιβάνι

Θ
Θέτω

τοποθετώ, βάζω

Θ
Θεράπων:

Αυτός που παρακολουθεί έναν ασθενή κατά τη διάρκεια της αρρώστιας του, που τον κουράρει, όπως «ο θεράπων ιατρός».

Συνώνυμες. Ακόλουθος, υπηρέτης, βοηθός.

Από τ’ αρχαία χρόνια «θεράποντες» και «θεραπαινίδες» αποκαλούνταν εκείνοι που υπηρετούσαν τους κυρίους αυτών.  Ο Μωυσής αποκαλεί έτσι τον Ιησού του Ναυΐ που ήταν βοηθός του, υπηρέτης του αλλά και ο εκλεκτός του, καθώς έδειχνε πραγματική αφοσίωση σ’ αυτόν! (Αρ.11:28) Ο ίδιος πάλι, ως ακούραστος και αφοσιωμένος υπηρέτης του Κυρίου ήταν ο θεράπων του Θεού…(Δευτ. 34:5) Υπ’ αυτή την έννοια «θεράπων» είναι μεν ο υπόχρεος στον άνθρωπο αλλά και ο αφιερωμένος στον Θεό. Το ίδιο απαντάται και στα έπη του Ομήρου…Στην λέξη «θεράπων» δίνεται η σημασία τού υπηρέτη, του συνοδού πολεμιστών και του αφιερωμένου σε θεό ή σε τιμώμενο υψηλό πρόσωπο. Σήμερα χρησιμοποιείται σπάνια στον καθημερινό λόγο, αφού έχει αντικατασταθεί από το «υπηρέτης» και το «βοηθός», λέξεις που οι περισσότεροι από εμάς τις έχουμε συνδέσει με τις ταπεινότερες θέσεις στην κοινωνία αν και δεν είναι έτσι. Σε μια ευνομούμενη πολιτεία και σε κάθε κοινότητα ανθρώπων ΟΛΟΙ είναι απαραίτητοι! Επι παραδείγματι οι οδοκαθαριστές, οι εργάτες, οι τεχνίτες, οι πυροσβέστες κ.αλ. είναι κατ’ ανάγκη το ίδιο απαραίτητοι με τους γιατρούς, τους δικηγόρους και άλλους που κατέχουν «ξεχωριστά» επαγγέλματα…Και οι μεν και οι δε είναι «υπηρέτες» της δημόσιας ζωής και υγείας ΑΝ προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με ανιδιοτέλεια και υψηλό αίσθημα αλληλεγγύης…! ΑΝ ο ένας γίνεται «βοηθός» για τον άλλο, τότε κάνουν ότι χρειάζεται για την κοινότητα μέσα στην οποία πρέπει ν’ απολαμβάνουν την δέουσα τιμή και σεβασμό. (Ρωμ. 12:10,13:7)

Στην περίπτωση που τίποτα από αυτά δεν ισχύει μεταξύ των ανθρώπων κάτι άλλο δεν έχουμε να κάνουμε, να πούμε όμως πως δεν είναι το ίδιο και με τους χριστιανούς, οι οποίοι «πρέπει να έχουν την πίστη ΧΩΡΙΣ προσωποληψίες». (Ιακ.2:1) Ο ίδιος ο Κύριος έλεγε, «Όστις θέλει να ήναι πρώτος, θέλει είσθαι πάντων έσχατος και πάντων υπηρέτης». (Μάρκ.9:35)

(βλ. επίσης “υπηρέτης”)

Θ
Θεατρίζομαι

γελοιοποιούμε, διακωμωδίζομαι

Θ
Θαύμα

ένα υπερφυσικό γεγονός που δεν μπορεί να εξηγηθεί με τη λογική και τα επιστημονικά δεδομένα

Θ
Θάμβος

κατάπληξη, θαυμασμός, τρόμος

Θ
Ημιθανής

αυτός που είναι μεταξύ ζωής και θανάτου

Η
Ημέτερος

αυτός που ανήκει σε μας, δικός μας

Η
Ήμαρτον

έσφαλα, αναγνωρίζω το αμάρτημά μου, συγχώρεσέ με, έλεος 2. «ήμαρτον, Θεέ μου!»  αναφώνηση ανθρώπου που βλαστήμησε ή σκέφθηκε κάτι κακό και μετανοεί

Η
Ήλος

καρφί

Η
Ήγουν

δηλαδή

Η
Ζώσης

ζωντανή, ζωή

Ζ
Ζωοποιός

αυτός που δίνει ζωή

Ζ
Ζόφος

βαθύ σκοτάδι

Ζ
Ζηλωτής

θεοσεβής, θρήσκος, γεμάτος από ζήλο

Ζ
Ζηλότυπος

ζηλιάρης

Ζ
Ζήλος

έντονη, προθυμία για εκτέλεση έργου

Ζ
Ζέω

βράζω, κοχλάζω

Ζ
Ζεμπίλι

είδος σάκου από καουτσούκ, ψάθα κ.τ.λ.

Ζ
Έχιδνα

φαρμακερό φίδι, οχιά

Ε
Εφεύρεση

επινόηση νέας μεθόδου, νέου μέσου

Ε
Εφεξής

από εδώ και πέρα

Ε
Εφείσθη

(φείδομαι=προσέχω, απέχω, λυπούμαι), λυπήθηκε

Ε
Ευφραίνω

προξενώ έντονη ευχαρίστηση, χαροποιώ

Ε
Έυφημος

αυτός που έχει καλή φήμη

Ε
Ευτελής

ταπεινός, μικροπρεπής, φτηνός

Ε
Ευσχημοσύνη

ευπρέπεια, σεμνότητα, καλή διαγωγή

Ε
Εύσπλαχνος

σπλαχνικός, πονετικός, ελεήμων

Ε
Ευπρόσδεκτος

αυτός που τον δέχονται με ευχαρίστηση

Ε
Ευπορώ

έχω πόρους ζωής, ευημερώ

Ε
Ευνουχισμένος

Η εκτομή των γεννητικών οργάνων (όρχεις) του αρσενικού. Ο ευνουχισμός προκαλεί εξαφάνιση των δευτερευόντων χαρακτήρων του φύλου αλλά και της σεξουαλικής παρόρμησης

Ε
Ευμετάδοτος

αυτός που μεταδίνεται εύκολα, μεταδοτικός

Ε
Ευλάβεια

Θεοσέβεια, σεβασμός προς τα θεία, σέβας

Ε
Ευκατάλυπτο

κατανοητό

Ε
Ευδοκιμώ

επιτυγχάνω, διακρίνομαι, αναπτύσσομαι

Ε
Ευδοκία

αγαθή προαίρεση, ευμένεια, ευαρέσκεια

Ε
Ευγνώμων

αυτός που αναγνωρίζει κάποια χάρη ή προσφορά που τού έγινε και τιμά τον ευεργέτη του

Ε
Ευαρεστώ

προκαλώ ευχαρίστηση, γίνομαι αρεστός

Ε
Ευαγγελίζω

φέρνω καλές ειδήσεις, ευχάριστα μηνύματα

Ε
Έτυπτεν

(τύπτω=χτυπώ, επιτιμώ), χτυπούσε

Ε
Έτι

ακόμα, επιπλέον

Ε
Ετεροδιδάσκαλος

όποιος διδάσκει διαφορετικά αποκλίνοντας από την αλήθεια

Ε
Ετελέσθη

(τελώ), τελειώνω, τελειώθηκε

Ε
Εσκίρτησαν

σκιρτάω, αναπηδώ, τινάζομαι ξαφνικά

Ε
Έσβεσαν

(σβέννυμι), σβήνω, εξαλείφω

Ε
Ερρέθη

( λέγομαι), ειπώθη

Ε
Έριδα

φιλονικία, λογομαχία, καβγάς, διχόνια

Ε
Επλήσθησαν

(πίπλημι=γεμίζω, είμαι χορτασμένος), γέμισαν

Ε
Επίτροπος

ο διαχειριστής, ο επιμελητής

Ε
Επιτιμώ

επιπλήττω, μαλώνω, προτρέπω

Ε
Επιτήδειος

κατάλληλος για ορισμένο σκοπό

Ε
Επιτελώ

εκτελώ, πραγματοποιώ, αποτελειώνω

Ε
Επιτάσσω

διατάζω, προστάζω, ενεργώ επίταξη

Ε
Επιταγή

διαταγή, προσταγή

Ε
Επισωρεύω

σωρεύω το ένα επάνω στο άλλο

Ε
Επισύρω

σέρνω προς το μέρος μου

Ε
Επιστώθης

(πιστώ=διαβεβαιώ, δεσμεύω, έχω εμπιστοσύνη,) εβεβαιώθηκες

Ε
Επιστήμων

αυτός που γνωρίζει κάτι πληρέστερα

Ε
Επισκοπώ

εξετάζω, βλέπω από ψηλά, επιθεωρώ

Ε
Επιπλήττω

επιτιμώ, μαλώνω, ονειδίζω, ελέγχω

Ε
Επιούσιος

ο επαρκής για την κάθε μέρα (άρτος), ο αναγκαίος, ο καθημερινός

Ε
Επίορκος

αυτός που αθέτησε την υπόσχεση όρκου

Ε
Επιμελούμαι

φροντίζω, ασχολούμαι με ζήλο

Ε
Επίλοιπον

υπολειπόμενο, αυτό που απομένει

Ε
Επιλήσμων

αυτός που ξεχνά εύκολα, ξεχασιάρης

Ε
Επίκειται

αναμένεται να συμβεί κάτι από στιγμή σε στιγμή

Ε
Επικαλούμε

ονομάζω, επικαλώ, κάνω έκκληση σε κάτι, ζητώ βοήθεια

Ε
Επιθέτω

τοποθετώ κάτι πάνω σε άλλο

Ε
Επιείκεια

η συγκατάβαση και ιδίως η τιμωρία αδικήματος ή σφάλματος με ηπιότητα

Ε
Επίγνωση

ακριβής και ενσυνείδητη γνώση

Ε
Επιβαρύνω

επαυξάνω το βάρος

Ε
Επέκεινα

περισσότερο, ακόμα μακρύτερα

Ε
Επεισαγωγή

(επεισάγω=προσκομίζω,γέρνω μέσα) εισαγωγή νέων προσώπων

Ε
Επειθής

υπάκουος, ο ευκόλως πειθόμενος

Ε
Επέθηκεν

(επιτίθημι,=τοποθετώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο, εφαρμόζω), έβαλε

Ε
Επανόρθωση

διόρθωση, ανασκευή, ικανοποίηση

Ε
Επαίσχυντος

αυτός που φέρνει ντροπή

Ε
Επαίρομαι

καυχιέμαι, υψώνομαι, μεγαλαυχώ

Ε
Επαγγελία

υπόσχεση, αγγελία, είδηση

Ε
Εξουθενώ

εξευτελίζω, ταπεινώνω, περιφρονώ

Ε
Εξολοθρεύω

εξοντώνω, αφανίζω, καταστρέφω εντελώς

Ε
Εξιλέωση

καθαρισμός ψυχής από αυτοτιμωρία

Ε
Εξηχρειώθησαν

(εξαχρειώ-εξαχρειώνω=καθιστώ κάποιον η κάτι αχρείο η άχρηστο, διαφθείρω τα ήθη, εξευτελίζω), διεφθάρησαν ως προς τα ήθη, εξευτελίστηκαν

Ε
Έξη

συνήθεια από επανάληψη ιδίους πράξεως

Ε
Εξέτεινα

(εκτείνω=εξαπλώνω,τεντώνω) εξάπλωσα

Ε
Εξερχόμενα

αυτά τα οποία βγαίνουν

Ε
Εξεμέσω

θα κάνω εμετό

Ε
Εξέλθη

(εξέρχομαι=βγαίνω έξω), βγήκε έξω

Ε
Εξεκέντησαν

(εκ κεντώ) διατρυπώ, ερεθίζω, ενοχλώ

Ε
Εξεκαύθησαν

(εκκαίω=καίω εντελώς, παροξύνω), παροξύνθηκαν

Ε
Εξεδίκησε

(εκδικώ=παρέχω δίκιο, υπερασπίζω, τιμωρώ), πήρε το δίκιο

Ε
Εξεγείρω

ξεσηκώνω, αφυπνίζω, διεγείρω

Ε
Εξεβλήθη

(εκβάλλω=ρίχνω έξω, απομακρύνω), ρίχτηκε έξω

Ε
Έξαψη

διέγερση, θυμός

Ε
Εξάπτομαι

οργίζομαι, ανάβω

Ε
Εξαπατώ

ξεγελώ, παραπλανώ, απατώ

Ε
Εξαλείπτω

σβήνω, καταργώ, αφανίζω, διαγράφω

Ε
Εξαγριώνω

εξοργίζω σε μεγάλο βαθμό

Ε
Εξαγνίζω

καθαρίζω από αμαρτία

Ε
Εντρυφώ

ασχολούμαι με κάτι με συνέπεια

Ε
Ενιαυτός

το έτος

Ε
Ενεπλήσθησαν

(πίπλημι=γεμίζω), είμαι χορτασμένος, γέμισαν

Ε
Ενδημώ

παραμένω σε κάποιο τόπο

Ε
Ενδεής

φτωχός, στερημένος, ο έχων ανάγκη

Ε
Εναποθέτω

αποθέτω κάπου, ακουμπώ, στηρίζω

Ε
Εναπελείφθη

(εναπολείπομαι=αφήνομαι πίσω) απέμεινε

Ε
Εμφυσώ

φυσάω προς τα μέσα

Ε
Έμφρονες

συνετοί, φρόνιμοι

Ε
Έμφοβος

ο κατεχόμενος με φόβο

Ε
Εμπλουτισμός

πλουτισμός σε χρήσιμα συστατικά

Ε
Εμπεριπλέκω

εμπλέκω, μπερδεύω, περιπλέκω

Ε
Εμπαίζω

κοροϊδεύω, εξαπατώ, χλευάζω

Ε
Εμπαιγμός

χλευασμός, περιγέλασμα, απάτη

Ε
Εμέμφησαν

(μέμφομαι=κατηγορώ) κατηγόρησαν

Ε
Εμέθεξαν

μετέχω, παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετείχαν

Ε
Εμβατεύω

ενασχολούμαι σε βάθος

Ε
Εμβάλλω

ρίχνω μέσα, βάζω

Ε
Έλκος

πληγή

Ε
Ελιμενίσθησαν

ελλιμενίζομαι, αράζω στο λιμάνι

Ε
Έλαχον

(λαγχάνω=λαμβάνω δια κλήρου) έτυχον

Ε
Ελαφρότητα

επιπολαιότητα, έλλειψη σοβαρότητας

Ε
Ελαύνω

οδηγώ, τρέχω, κωπηλατώ

Ε
Εκχέω

χύνω προς τα έξω, ξεχύνω, μοιράζω

Ε
Έκφύω

γεννώ, παράγω, φυτρώνω, βλαστάνω

Ε
Εκφεύγω

ξεφεύγω

Ε
Έκτρωμα

το έσχατο πάντων, το ευτελέστερο

Ε
Εκτρέπομαι

απομακρύνομαι από την αρχική μου θέση

Ε
Έκσταση

η δια οράσεων αποκάλυψη  θείων μυστικών στον άνθρωπο 

Ε
Εκπορεύονται

προέρχονται, πηγάζουν, εξέρχονται

Ε
Εκπληρώνω

πληρώ εντελώς, εκ πληρώ υπόσχεση

Ε
Εκπίπτω

πέφτω έξω, ξεπέφτω, παύω

Ε
Έκπαλαι

από παλιά, από πολύ καιρό

Ε
Εκούσιος

αυτός που γίνεται με την θέλησή του

Ε
Εκλελυμένος

αποκαμωμένος, κουρασμένος, εξαντλημένος

Ε
Εκκλησία

συνάθροιση λαού, το σύνολο των πιστών

Ε
Εκεχυμένος

(χέω) χύνω, χυμένος

Ε
Εκδικώ

ανταποδίδω το κακό, τιμωρώ

Ε
Εκδικητής

ο εκδικούμενος , τιμωρός

Ε
Εκβολή

εξαγωγή, απόρριψη

Ε
Έκβαση

έξοδος, απαλλαγή, το τέλος

Ε
Εισφέρω

προσφέρω

Ε
Είρηται

έχει λεχθεί

Ε
Ειρημένο

ειπωμένο

Ε
Ειδωλόθητα

αυτά που θυσίαζαν στα είδωλα

Ε
Έδραμε

έτρεξε

Ε
Εδραίωμα

στήριγμα, βάση

Ε
Εγκύπτω

επιδίδομαι με ιδιαίτερο ζήλο

Ε
Εγκολπώνομαι

αποδέχομαι κάτι με ευχαρίστηση

Ε
Εγκεντρίζω

μπολιάζω, κεντώ

Ε
Εγκαλώ

καταγγέλλω, πηγαίνω κάποιον στο δικαστήριο

Ε
Εγείρω

αφυπνίζω, ανυψώνω, ορθώνω, σηκώνω

Δ
Δώμα

ταράτσα

Δ
Δυσερμήνευτος

αυτός που ερμηνεύεται δύσκολα

Δ
Δυσεντερία

λοιμώδης αρρώστια εντέρων

Δ
Δουλαγωγώ

υποδουλώνω, έχω κάποιο δούλο

Δ
Δόλος

μέσο η τέχνασμα για εξαπάτηση

Δ
Διώκω

διώχνω, ασκώ δικαστική πράξη

Δ
Διχοστασία

χωρισμός, διαίρεση, σχίσμα

Δ
Διχόνια

ασυμφωνία γνωμών, διαφωνία

Δ
Δίστομος

δίκοπος, αυτός που έχει δύο κόψεις

Δ
Διόσκουροι

ημίθεοι. Οι δίδυμοι γιοι τού Δία και τής Λήδας, ο Κάστωρ και ο Πολυδεύκης των οποίων ο αστερισμός αντιστοιχούσε στο ζώδιο των Διδύμων. Προστάτες των ναυτιλλομένων και αδελφοί της ωραίας Ελένης

Δ
Διό

γι’ αυτό

Δ
Διεσπαρμένος

διασκορπισμένος

Δ
Διεγείρω

τονώνω, ζωηρεύω, προκαλώ, ξυπνώ

Δ
Διδαχή

διδασκαλία

Δ
Διαφθείρω

καταστρέφω, βλάπτω ηθικά

Δ
Διατρίβω

διαμονή σε κάποιον τόπο

Δ
Διάταξη

τακτοποίηση, διαταγή, προσταγή

Δ
Διασάφηση

διευκρίνιση, εξήγηση, ερμήνευση

Δ
Διαρπάζω

αρπάζω με την βία

Δ
Διανομή

το χώρισμα σε μέρη, μοιρασιά

Δ
Διαμερίζω

χωρίζω σε μέρη

Δ
Διαλλαγή

συμβιβασμός, συμφιλίωση

Δ
Διαθήκη

συνθήκη Θεού και ανθρώπων, συμφωνία, διάταξη,  έγγραφο στο οποίο εκφράζεται ο τρόπος με τον οποίο επιθυμεί κάποιος να διαθέσει την περιουσία του μετά το θάνατό του

Δ
Διαθέτης

αυτός που καθορίζει την διαθήκη του με επίσημο τρόπο,  ο κληροδότης

Δ
Διάδημα

Ταινία που περιδένει τα μαλλιά ή στεφάνι η στέμμα από χρυσό ή άλλο υλικό που φορούσαν στο κεφάλι ως κόσμημα ή σύμβολο εξουσίας από την αρχαιότητα.

Δ
Διάγω

διαβαίνω, ζω, περνώ τον καιρό μου

Δ
Διάβολος

ο και διάολος, ο 1. Κακό και βλαβερό πνεύμα, το πνεύμα του πονηρού, ο Σατανάς, ο πειράζων 2. ‘Ανθρωπος κακός, μοχθηρός, πονηρός και πανούργος

Δ
Δημηγορώ

βγάζω λόγο στον λαό, αγορεύω

Δ
Δηλώ

δηλώνω, γνωστοποιώ, ανακοινώνω επίσημα

Δ
Δηλονότι

δηλαδή,  σαφώς, φανερά, εμφανώς. Από τη φράση «δήλον (εστί) ότι»

Δ
Δεσπότης

άρχοντας, επίσκοπος, δυνάστης, κύριος

Δ
Δεσμά

κάθειρξη, στέρηση της ελευθερίας, οι αλυσίδες των καταδίκων

Δ
Δεκάτη

φόρος ίσος με το 1/10 της όλης περιουσίας

Δ
Δεισιδαιμονία

φόβος για δαίμονες και υπερφυσικά όντα που προκαλούν κακό στον άνθρωπο

Δ
Δέηση

παράκληση, ικεσία, προσευχή

Δ
Δασμός

Έμμεσος φόρος που επιβάλλεται στα εμπορεύματα

Δ
Δαμάλι

νεαρός ταύρος, αρσενικό μοσχάρι ενός ή δύο χρόνων. 2.χοντροκέφαλος, ανόητος 3.τρυφερή προσφώνηση αγαπημένου προσώπου

Δ
Δάμαλις

νεαρή αγελάδα. αυτές που δεν είχαν ψεγάδι, ελάττωμα, δεν είχαν ακόμα γεννήσει, η εργαστεί στους αγρούς τις θυσίαζαν για τον καθαρισμό των αμαρτιών

Δ
Δαμάζω

εξημερώνω, τιθασεύω

Δ
Δάκνω

δαγκώνω, κακολογώ, υβρίζω

Δ
Γραώδης

(γραύς) αυτός που μοιάζει με γριά ή ταιριάζει σε γριά. θωπευτική ονομασία για κάποιο που έχει άκαιρες και παράλογες αξιώσεις, απεραντολογίες, αμετροέπειες

Γ
Γοητεία

η ιδιότητα του γόη, η σαγήνη, σαγηνευτική δύναμη

Γ
Γόης

αυτός που σαγηνεύει, ασκεί γοητεία, μάγος, θαυματοποιός, απατεώνας

Γ
Γογγύζω

στενάζω, βογκώ, παραπονιέμαι

Γ
Γλωσσόκομο

σκεύος που έβαζαν τα χρήματα για τις ανάγκες των φτωχών

Γ
Γενεά

(Γενιά) 1. το σύνολο των μελών ενός γένους ή μιας οικογένειας 2. φυλή, έθνος (ανθρώπων) 3. σύνολο ανθρώπων σε ορισμένη χρονική περίοδο

Γ
Γαστέρα

(Γαστήρ) κοιλιά, στομάχι, εδώ έχει την έννοια του ασώτου, του ακόλαστου ανθρώπου

Γ
Γάγγραινα

τοπική νέκρωση ιστών του σώματος που συνήθως ακολουθείται από σήψη

Γ
Βωμολοχία

αισχρολογία, άσεμνο αστείο,  χυδαία βρισιά, βλαστήμια

Β
Βύσσινη (Βύσσος)

πολύτιμο ύφασμα από λεπτό βαμβάκι

Β
Βρώσις

φαγητό, τροφή

Β
Βρυχώμαι

μουγκρίζω, βγάζω δυνατή φωνή

Β
Βραχυλογία

1. η συντομία στην έκφραση είτε στον προφορικό ή στον γραπτό λόγο, 2. ο Λακωνικός, 3. ολιγοχρόνιος

Β
Βραχίονας

πήχης η αντιβράχιο, το τμήμα τού χεριού που περιλαμβάνεται από τον αγκώνα έως τον καρπό

Β
Βραδύνω

κινούμαι αργά, αργοπορώ

Β
Βοώ

κραυγάζω, φωνάζω δυνατά

Β
Βουλή

σκέψη, απόφαση, θέλημα

Β
Βότρυς

τσαμπί σταφύλι

Β
Βόρβορος

δύσοσμη λάσπη , έσχατη διαφθορά

Β
Βλάσφημος

(βλασφημῶ) εκστομίζω ανόσια, υβριστικά λόγια εναντίον του θεού, αγίων προσώπων ή ιερών συμβόλων

Β
Βιοτικές

σχετικές με τον βίο, περιουσία, ζωή

Β
Βιάζω

επιβάλλω βία, εξαναγκάζω, παραβιάζω

Β
Βήμα

βάθρο ομιλίας, ο άμβωνας, θρόνος

Β
Βεβηλώνω

μιαίνω, μολύνω

Β
Βέβηλος

ασεβής, ανίερος, βδελυρός

Β
Βδέλυγμα

αυτό που προκαλεί αποστροφή, αηδία

Β
Βαττολογώ

φλυαρώ, μωρολογώ, ανοηταίνω

Β
Βάτος

ακανθώδης θάμνος

Β
Βασκαίνω

1. προξενώ σε κάποιον κακό με το βλέμμα, ματιάζω 2. φθονώ, κακολογώ, κατηγορώ 2. κάνω σε κάποιον κακό από φθόνο …

Β
Βαρυνθώσιν (Βαρύνω)

βαραίνω, βαριέμαι, δυσφορώ

Β
Άψινθος

πολύ πικρό φυτό, βότανο (αψιθιά)

Α
Αχρείος

αισχρός, ελεεινός, άχρηστος, ανάξιος

Α
Αφροσύνη

1. μωρία, ανοησία, έλλειψη φρόνησης

2. απερισκεψία, παλαβομάρα

Στην Π.Δ. ο παροιμιαστής αποδίδει αφροσύνη στον ασεβή, τον οποίον εξομοιώνει με τον άνομο και απαίδευτο άνθρωπο: “Οι ίδιες του οι ανομίες θα συλλάβουν τον ασεβή, και με τα σχοινιά τής αμαρτίας του θα σφίγγεται. Αυτός θα πεθάνει απαίδευτος, και από το πλήθος τής αφροσύνης του θα περιπλανιέται”. (Παρ. 5:22-23)

το κυριότερο χαρακτηριστικό της αφροσύνης είναι ότι ξεσηκώνει τον άνθρωπο ενάντια στον Θεό

λέει πάλι ο παροιμιαστής: “Η αφροσύνη του ανθρώπου διαστρέφει τον δρόμο του· και η καρδιά του αγανακτεί ενάντια στον Κύριο”. (Παρ.19:3)

Σην Κ. Δ. ο Αδελφόθεος Ιάκωβος και συγγραφέας της ομωνύμου επιστολής μας διδάσκει να μην παραφρονούμε με παρόμοιο τρόπο, αφού η αιτία των δεινών μας είναι η αμαρτία και όχι ο Θεός.

“ΚΑΝΕΝΑΣ, όταν πειράζεται, ας μη λέει ότι: Από τον Θεό πειράζομαι· επειδή, ο Θεός είναι απείραστος κακών, κι αυτός δεν πειράζει κανέναν. 14 Πειράζεται, όμως, κάθε ένας, από τη δική του επιθυμία, καθώς παρασύρεται και δελεάζεται. 15 Έπειτα, η επιθυμία, αφού συλλάβει, γεννάει την αμαρτία· και η αμαρτία, μόλις εκτελεστεί, γεννάει τον θάνατο.” (Ιακ.1:13-15)

ο Ιησούς Χριστός όταν δίδασκε κατέδειξε με χαρακτηριστικό τρόπο, ότι η αφροσύνη είναι ένας κακός διαλογισμός σε μια σειρά από πονηρές σκέψεις, που όταν “βγαίνουν” μολύνουν τον άνθρωπο!
“…μέσα από την καρδιά των ανθρώπων βγαίνουν οι κακοί συλλογισμοί, μοιχείες, πορνείες, φόνοι,
22 κλοπές, πλεονεξίες, πονηρίες, δόλος, ασέλγεια, πονηρό βλέμμα, βλασφημία, υπερηφάνεια, αφροσύνη…” (Μάρκ.7:21-23)

Η ΣΟΦΙΑ, που δίνει σ’ αυτούς που την αποκτούν αιώνια ζωή, κράζει από τα βάθη των αιώνων λέγοντας: “αφήστε την αφροσύνη, και ζήστε· κατευθυνθείτε στον δρόμο τής σύνεσης ” (Παρ.9:6)

βλ. και “άφρων”

Α
Αφομοιώ

(αφομοίωση), κάνω κάτι όμοιο με κάποιο άλλο ,απορροφώ, κατανοώ απόλυτα

Α
Άφεση

συγχώρεση αμαρτιών, ελευθέρωση

Α
Αφεδρώνας

το μέρος που ρίχνονται οι ακαθαρσίες

Α
Αφανισμός

πλήρης καταστροφή, εξόντωση

Α
Αφανίζω

καταστρέφω εντελώς, εξοντώνω, εξαλείπω

Α
Αυτοπροαίρετος

αυτός που ενεργεί ελεύθερα, με την θέλησή του

Α
Αυτάρκεια

το να αρκείται κάποιος σε όσα έχει

Α
Αυθαδιάζω

μιλώ η φέρομαι με αυθάδεια, αναίδεια

Α
Ατμίδα

ατμός, αναθυμίαση, στήλη καπνού

Α
Ατενίζω

καρφώνω το βλέμμα μου κάπου

Α
Ατελεύτητος

αυτός που δεν έχει τέλος, άπειρος

Α
Άσπιλος

καθαρός, αγνός, αμόλυντος, άμεμπτος

Α
Ασέλγεια

ακολασία, λαγνεία, ακράτεια

Α
Αρχιτρίκλινος

ο επικεφαλής αυτών που έχουν αναλάβει την προετοιμασία και το σερβίρισμα σε συμπόσιο ή δείπνο

Α
Άρτυμα

καθετί που βάζουν στο φαγητό για νοστημιά

Α
Αρπαγή

βίαιη απόσπαση ξένου πράγματος, απαγωγή

Α
Αρμός

η άρθρωση, κλείδωση

Α
Αργός

νωθρός, οκνηρός, τεμπέλης

Α
Απρόσκοπτος

αυτός που δεν συναντά εμπόδια

Α
Αποστρέφω

στρέφω προς τα πίσω, αποκρούω, περιφρονώ

Α
Απόστολος

απεσταλμένος, αγγελιοφόρος

Α
Αποστατώ

αλλάζω φρόνημα, απομακρύνομαι

Α
Απολύω

λύνω δεσμά, απελευθερώνω

Α
Απολύτρωση

εξαγορά, απαλλαγή από δεινά, σωτηρία

Α
Απολλύω

καταστρέφω, αφανίζω, εξολοθρεύω

Α
Απολείπω

λείπω, δεν υπάρχω

Α
Αποκτεινόντων

(αποκτείνω=σκοτώνω, εξαλείφω), αυτοί που σκοτώνουν

Α
Αποκάμνω

κουράζομαι

Α
Αποκάλυψη

φανέρωση μυστικών

Α
Αποθέτω

τοποθετώ στην θέση του κάτι που κρατώ

Α
Αποδοχή

παραδοχή, έγκριση, επιδοκιμασία

Α
Αποδημώ

φεύγω από την πατρίδα μου

Α
Αποβιώ

πεθαίνω

Α
Αποδεκατίζω

λαμβάνω το 1/10 απ’ όλα τα πράγματά μου προς όφελος των ιερέων

Α
Αποβιώ

πεθαίνω

Α
Αποβάλλω

διώχνω από πάνω μου, απορρίπτω, ρίχνω

Α
Αποβαίνω

(βαίνω), αποβιβάζω, βγαίνω, γίνομαι

Α
Απήλθεν

(απέρχομαι=φεύγω από κάπου), έφυγε

Α
Απερίσκεπτος

αυτός που δεν εξετάζει με προσοχή

Α
Απεκδοχή

η προσδοκία

Α
Απάυγασμα

ακτινοβολία, λάμψη, αποτέλεσμα

Α
Απατηλός

παραπλανητικός, αυτός που απατά

Α
Απαλλοτρίωση

αποξένωση

Α
Απαγγέλω

διηγούμαι, γνωστοποιώ, ομολογώ

Α
Άοκνος

ακούραστος ,φιλόπονος, εργατικός

Α
Αξιώνομαι

πετυχαίνω, κατορθώνω κάτι

Α
Αξίνη

εργαλείο για σκάψιμο

Α
Ανώγιον

πάνω πάτωμα σπιτιού

Α
Ανυπότακτος

αυτός που δεν υποτάσσεται

Α
Ανυπόκριτος

απροσποίητος, ειλικρινής

Α
Άνυδρος

ο χωρίς νερό, ο ξερός

Α
Αντίτυπο

πανομοιότυπο εντύπου, αντίγραφο

Α
Αντιτάσσομαι

παίρνω εχθρική στάση

Α
Αντιστέκομαι

προβάλλω αντίσταση, δεν υποχωρώ

Α
Αντίλυτρο

αντίτιμο της εξαγοράς

Α
Αντίκειμαι

αντιβαίνω, είμαι σε αντίθετη θέση

Α
Αντιζηλία

ανταγωνισμός, ζηλοτυπία

Α
Αντιβαίνω

δεν συμβιβάζομαι, πάω αντίθετα

Α
Αντείπωσι

αντιλέγω=λέγω εναντίον, αντιστέκομαι

Α
Ανταπόδομα

ανταπόδοση ευεργεσίας η κακού

Α
Ανταναπληρώ

αναπληρώνω, συμπληρώνω, προσθέτω

Α
Ανόσιος

αυτός που δεν τηρεί τους Θείους νόμους

Α
Ανορθώνω

σηκώνω κάτι όρθιο

Α
Ανιστάμενος

αυτός που είναι σηκωμένος όρθιος

Α
Ανθρωπάρεσκος

αυτός που θέλει ν’ αρέσει σε ανθρώπους

Α
Ανθρακιά

σωρός από αναμμένα κάρβουνα

Α
ανθίσταμαι

αντιστέκομαι, εναντιούμαι

Α
Ανήμερος

άγριος, δύστροπος

Α
Ανήλεως

αυτός που δεν ελεεί, ο χωρίς έλεος

Α
Ανεπίδεκτος

αυτός που δεν μπορεί να δεχτεί κάτι

Α
Ανεξιχνίαστος

αυτός που δεν εξιχνιάζεται, ανεξακρίβωτος

Α
Ανεκλάλητα

αυτά που δεν λέγονται, ανείπωτα

Α
Ανέγκλητος

άμεμπτος, ακατηγόρητος, αθώος

Α
Ανδρίζομαι

φέρομαι σαν άνδρας

Α
Ανδραποδιστής

αυτός που υποδουλώνει

Α
Αναφύω

φυτρώνω

Α
Αναστρέφω

γυρίζω προς τα πίσω, αναποδογυρίζω

Α
Αναπολόγητος

ασυγχώρητος, ανίκανος ν’ απολογηθεί

Α
Αναντίρρητος

αυτός που δεν δέχεται αντίρρηση

Α
Ανακαίνιση

ανανέωση, αναμόρφωση

Α
Αναιρώ

ανατρέπω ισχυρισμό η κατηγορία

Α
Ανάθεμα

κατάρα, αφορισμός

Α
Αναθάλλω

ξανανθίζω, ξαναβλαστάνω

Α
Αναζωσθέντες

(ζώννυμαιη η ζώνομαι =ετοιμάζομαι για μάχη) ετοιμασμένοι για μάχη

Α
Αναζωπυρώνω

ξανανάβω, εμψυχώνω, αναζωογονώ

Α
Αναβρύω

αναβλύζω, πηγάζω, ξεχύνομαι, αναζωογονώ

Α
Αμφότεροι

και οι δύο

Α
Αμόλυντος

αυτός που διατήρησε την ηθικότητά του

Α
Αμίαντος

αυτός που δεν έχει μιανθεί πνευματικά & σαρκικά

Α
Αμεταμέλητος

αμετανόητος

Α
Αμερόληπτος

αυτός που δεν χαρίζεται, δεν παίρνει το μέρος κανενός

Α
Άμεμπτος

αυτός που δεν έχει κατηγορία

Α
Αμελώ

αδιαφορώ, παραμελώ, ξεχνώ

Α
Αμαύρωση

απώλεια της λάμψης, της αίγλης

Α
Αμάραντος

αυτός που δεν μαραίνεται, αιώνιος

Α
Άλωση

κατάκτηση, εκπόρθηση, κυρίευση

Α
Αλλότριος

αυτός που ανήκει σε άλλον, ο ξένος

Α
Αλληγορία

έκφραση με λόγο η εικόνα ιδεών που υπονοούνται

Α
Αλαζονεία

καύχηση, υπερηφάνεια, έπαρση

Α
Αλέκτωρ

κόκορας, πετεινός

Α
Αλαλάζω

κραυγάζω από ενθουσιασμό η λύπη

Α
Αλάβαστρο

ημιδιαφανής λίθος κατάλληλος για αγγεία

Α
Ακώλυτος

ανεμπόδιστος, ελεύθερος

Α
Ακροβυστία

ο απερίτμητος, ο μη Ιουδαίος, τα έθνη

Α
Ακούσιος

αυτός που δεν έχει πρόθεση

Α
Ακόρεστος

αχόρταγος, ανικανοποίητος, άπληστος

Α
Αισχύνομαι

αισθάνομαι ντροπή για πράξεις μου

Α
Αίρεση

αίρω= υποβαστάζω, αφαιρώ, σηκώνω

Α
Αίνεση

εξύμνηση, έπαινος, εγκώμιο

Α
Αιδώς

ντροπαλότητα

Α
Αίδιος

αδιάλειπτος, αιώνιος, παντοτινός

Α
Αθυμώ

στεναχωρούμαι, λυπούμαι

Α
Αθετώ

παραβαίνω, καταπατώ (όρκο, νόμο, υπόσχεση)

Α
Αθέμιτος

αυτός που δεν είναι νόμιμος. παράνομος

Α
Αδιάλλακτος

αυτός που δεν έχει διαφθαρεί, ο ακέραιος

Α
Αδιάλειπτος

αυτός που δεν διακόπτεται

Α
Αδηλότητα

αβεβαιότητα

Α
Αγρυπνώ

δεν κοιμάμαι, προσέχω, επαγρυπνώ

Α
Άγρα

ψάρεμα, αλιεία, κυνήγι

Α
Αγνίζω

καθαρίζομαι εσωτερικά,  (ηθικά)

Α
Άγιος

(άγος= εξάγνιση) ιερός, σεμνός, όσιος

Α
Αγενής

(α+γένος) αυτός που κατάγεται από άσημους

Α
Αγαθοσύνη

αρετή, χρηστότητα, καλοσύνη

Α
Αγαθοποιώ

πράττω καλό, ευεργετώ

Α
Άβυσσος

(α+βυσσός=βυθός) ο χωρίς βυθό

Α