Εισαγωγή στην βίβλο
πίσω στην αρχικήΗ Βίβλος είναι το Θεόπνευστο Βιβλίο, ο άγιος Λόγος του Θεού, το οποίο δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος έγραψαν χέρια ανθρώπων και παρέλαβε ως πολυτιμότατη κληρονομιά το ανθρώπινο γένος.
Έχει μεταφραστεί σε πάνω από 340 γλώσσες, και αποσπάσματα της σε 2064 γλώσσες και διαλέκτους. Και πως μπορεί να μη συμβαίνει αυτό αφού χαρακτηρίζεται μοναδικός ανεκτίμητος θησαυρός για τον καθένα προσωπικά. Και τούτο οφείλεται γιατί έχει γραφτεί από τον Ένα και Μοναδικό συγγραφέα, τον Θεό. Αυτόν που γνωρίζει τις ανάγκες των ανθρώπων και μπορεί να δώσει τις λύσεις, γιατί απλά Αυτός είναι ο δημιουργός μας.
Αποτελείται από 66 βιβλία, και διαιρείται σε δύο τμήματα, την Παλαιά Διαθήκη και τη Καινή Διαθήκη. Αυτά συντάχθηκαν από περίπου 40 διαφορετικούς συγγραφείς, σε τρεις διαφορετικές γλώσσες, Ελληνικά, εβραϊκά και αραμαϊκά, κάτω από διαφορετικές περιστάσεις όπως πόλεμο, ειρήνη, ελευθερία, σκλαβιά, και από συγγραφείς σχεδόν κάθε κοινωνικής τάξης. πολιτικοί, αγρότες, βασιλιάδες, ψαράδες, ιερείς, τελώνες, προφήτες, άλλοι με σπουδές και άλλοι αγράμματοι! Οι περισσότεροι συγγραφείς ήταν άγνωστοι ο ένας στον άλλο, έγραψαν σε διάφορες περιόδους, κατά τη διάρκεια περίπου 1600 ετών με αναφορά σε πάνω από 40 γενεές σε 3 ηπείρους, Ευρώπη, Ασία και Αφρική, σε διαφορετικά μέρη από σπίτι, παλάτι, φυλακή, μπουντρούμι, χωράφι, έως και εξορία.
Και όμως, όλα αυτά τα βιβλία συνθέτουν ένα και μοναδικό βιβλίο, το Βιβλίο των βιβλίων, την Αγία Γραφή.
Το περιεχόμενο της Βίβλου
Μέσα από τις σελίδες της:
Μαθαίνουμε για την ιστορία του κόσμου, από την δημιουργία μέχρι το τέλος του.
Μπορούμε να γνωρίσουμε τον δημιουργό Θεό, τον χαρακτήρα Του, τα σχέδια Του και την αγάπη Του.
Βλέπουμε την πορεία του ανθρώπου μέχρι σήμερα αλλά και το μέλλον του.
Μπορούμε να μάθουμε πως μπορεί να σωθεί ο άνθρωπος από την αμαρτία και ν’ αποκτήσει αιώνια ζωή.
Γνωρίζουμε ποια είναι τα σχέδια του Θεού για τον καθένα προσωπικά, και πως μπορούμε να απολαύσουμε την αιωνιότητα που έχει ετοιμάσει για μας ο Θεός.
Μαθαίνουμε πως μπορούμε να ζήσουμε μια νικηφόρα πνευματική ζωή και με ποιον τρόπο θα είμαστε χρήσιμοι στους γύρω μας.
Μαθαίνουμε να λατρεύουμε τον σωτήρα Χριστό και προετοιμαζόμαστε για την ημέρα που ο Ιησούς θα ‘ρθει να παραλάβει τους δικούς Του.
Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη
Ειναι γεγονός ότι οι όροι «Αγία Γραφή»,«Βίβλος», «Ιερά Γράμματα» κι άλλοι παρόμοιοι δηλώνουν στη χριστιανική παράδοση δύο συλλογές βιβλίων: Μια αρχαιότερη, την «Παλαιά Διαθήκη» και μια νεότερη, την «Καινή Διαθήκη», που αναφέρονται στην αποκάλυψη του θεού μέσα στην ανθρώπινη ιστορία. Έτσι, η Βίβλος δεν είναι προϊόν ενός συγγραφέα ή μίας εποχής, αλλά περιλαμβάνει κείμενα που καλύπτουν μια μακραίωνη χρονική περίοδο, στα οποία αντικατοπτρίζονται οι γλωσσικές ιδιομορφίες και τα εκφραστικά μέσα της κάθε εποχής, οι φιλοσοφικές, θεολογικές και θρησκευτικές ιδέες και αντιλήψεις, καθώς και τα κάθε φορά πολιτικά και κοινωνικά δεδομένα. Όμως η Βίβλος δεν είναι μόνον ανθρώπινο έργο αλλά και θείο, καθώς δεν είναι προϊόν γραφείου, καρπός των θεωρητικών αναζητήσεων κάποιου διανοουμένου ή το κατασκεύασμα κάποιου ιερατείου, αλλά πίσω από κάθε βιβλικό κείμενο υπάρχει η αποκάλυψη του θεού προς το λαό του ο οποίος τη βίωσε και διατήρησε ζωντανή στην παράδοση του την εμπειρία της.
Και είναι ακριβώς αυτή η εμπειρία της αποκάλυψης του θεού μέσα στην ανθρώπινη ιστορία το κοινό στοιχείο που συγκροτεί τούτη τη συλλογή ποικιλόμορφων κειμένων σε ενιαίο σώμα και προσδίδει τη θαυμαστή της ενότητα σ’ αυτήν από το πρώτο μέχρι το τελευταίο βιβλίο της. Με τον όρο «Παλαιά Διαθήκη» δηλώνεται το πρώτο μέρος της παραπάνω συλλογής θεόπνευστων βιβλίων, που αποτέλεσε την πρώτη Αγία Γραφή της αρχαίας χριστιανικής Εκκλησίας και που αναγνωρίζεται και από τον ιουδαϊσμό ως ιερή Βίβλος του (39 βιβλία). Ο όρος «διαθήκη», που κατά κυριολεξία δηλώνει την τελευταία έκφραση της βούλησης ενός προσώπου, στη βιβλική γλώσσα αποτελεί απόδοση στα ελληνικά μιας εβραϊκής λέξης που σημαίνει «συνθήκη», «συμμαχία», «σύμβαση» ή «συμφωνία». Εκτός όμως από το νόημα που μπορεί να έχει για τις ανθρώπινες σχέσεις, ο όρος χρησιμοποιείται στη Βίβλο ειδικότερα για να δηλώσει την ιδιότυπου χαρακτήρα συμφωνία που διέπει τις σχέσεις του θεού με άτομα (Γεν 9,8εξ· 15,18-17,1 εξ) ή το λαό του Ισραήλ (Εξ κεφ. 19-24) και στοχεύει στη δημιουργία των προϋποθέσεων για τη σωτηρία ολόκληρης της ανθρωπότητας. Έτσι, η συλλογή των βιβλίων που περιέχουν τις γενικές αρχές και τους όρους της «διαθήκης» αυτής ή αναφέρονται στις συνέπειες που απορρέουν από αυτήν, ονομάστηκε από την Εκκλησία «Παλαιά Διαθήκη», σε αντιδιαστολή προς τη χρονικά μεταγενέστερη «Καινή Διαθήκη», τη συλλογή των βιβλίων που αναφέρονται στην εκπλήρωση των επαγγελιών της παλαιάς και τη σύναψη της νέας «διαθήκης» δια του Ιησού Χριστού, η οποία θα διέπει στο εξής τις σχέσεις του θεού με το νέο λαό του, τους χριστιανούς. Η σύναψη της νέας «διαθήκης» εξαγγέλλεται ήδη στην παλαιά από τους προφήτες της (Ιερ 31,31 εξ), μια εξαγγελία που η Εκκλησία την είδε να εκπληρώνεται στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού (Μτ 26,28· κ.ά.).
Αρκετά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης αποτελούν προϊόν συλλογής κειμένων, όπως π.χ. το βιβλίο των Ψαλμών που συνιστά μια συλλογή ύμνων, προσευχών και άλλων ποιημάτων, και θα πρέπει να τοποθετηθούν στον 5ο π.χ. αιώνα (εποχή Έσδρα), εποχή κατά την οποία διαμορφώνεται η συλλογή των βιβλίων του Νόμου (=Πεντάτευχος). Παράλληλα με το Νόμο άρχισαν να αποκτούν κανονική ισχύ και συλλογές λόγων των προφητών ή έργων που αναφέρονταν στη δράση τους ή αποδίδονταν σ’ αυτούς, καθώς επίσης ποιητικές συλλογές, σοφιολογικά έργα, κλπ. ήδη κατά το 2ο π.χ. αιώνα είχε συγκροτηθεί μια συλλογή των ιερών κειμένων του ιουδαϊσμού, η οποία περιλάμβανε τρεις ομάδες βιβλίων: «Νόμος», «Προφήτες» και «Πάτρια» ή «Λοιπά Βιβλία». Την ύπαρξη μιας τέτοιας συλλογής με τριμερή διαίρεση («Νόμος», «Προφήτες», «Ψαλμοί») υπαινίσσεται και η Καινή Διαθήκη στο Λουκ. 24,44. Ο κατάλογος των βιβλίων της ιουδαϊκής Βίβλου πήρε την οριστική του μορφή το 90 μ.Χ., κατά τη ραβινική σύνοδο της Ιάμνειας της Παλαιστίνης. Ο κατάλογος αυτός περιλαμβάνει 39 βιβλία, τα οποία κατανέμονται σε τρεις ομάδες: «Νόμος», «Προφήτες» και «Αγιόγραφα». Η γλώσσα στην οποία γράφτηκαν τα βιβλία αυτά είναι η εβραϊκή, εκτός από ορισμένα τμήματα των βιβλίων Δανιήλ και Έσδρας που είναι γραμμένα στα αραμαϊκά, τη γλώσσα που μετά τον 5ο π.χ. αιώνα έγινε καθομιλουμένη στο χώρο της Παλαιστίνης. Για τη χριστιανική Εκκλησία η συγκρότηση του κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης υπήρξε περισσότερο περίπλοκη. Ήδη από τον 3ο π.χ. αιώνα είχε αρχίσει στο χώρο της Αλεξάνδρειας η μετάφραση εβραϊκών έργων στα ελληνικά. Την εποχή αυτή γίνεται η μετάφραση του Νόμου και ακολουθούν οι μεταφράσεις και άλλων βιβλικών έργων.
Καρπός όλης αυτής της μεταφραστικής εργασίας υπήρξε μια μεγάλη συλλογή ιουδαϊκών έργων στα ελληνικά που είναι γνωστή με το όνομα «Μετάφραση των Εβδομήκοντα» (συμβολίζεται: Ο’). Η συλλογή αυτή περιλάμβανε περισσότερα βιβλία από τα 39 που αποτέλεσαν τελικά την ιουδαϊκή Βίβλο και, μάλιστα, ορισμένα από αυτά ή μέρη αυτών δεν ήταν μεταφράσεις από τα εβραϊκά, αλλά γραμμένα πρωτοτύπως στα ελληνικά!
Εκτός από τον αριθμό των βιβλίων, η παραπάνω συλλογή διαφοροποιείται από την εβραϊκή Βίβλο και στο θέμα της ονομασίας των έργων (π.χ. Α’- Β’ Σαμουήλ Βασιλειών Α’- Β’, Α’- Β’ Βασιλέων = Βασιλειών Γ’- Δ’, Α’- Β’ Χρονικών = Παραλειπομένων Α’- Β’).
Η ευρεία διάδοση της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα στον ελληνόφωνο ιουδαϊσμό της διασποράς διευκόλυνε σε πολύ μεγάλο βαθμό τη χριστιανική ιεραποστολή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να υιοθετηθεί η μετάφραση αυτή από την Εκκλησία ως η ιερή Βίβλος της, χωρίς ωστόσο να οριοθετηθεί από την αρχή σαφώς ο αριθμός των βιβλίων που αυτή περιέχει.
Η συγκρότηση ενός χριστιανικού κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης προέκυψε από την ανάγκη να καθοριστούν τα βιβλία εκείνα που εκφράζουν αυθεντικά την πίστη της Εκκλησίας, ώστε να αποκλειστούν μεταγενέστερα ψευδεπίγραφα έργα, που περιείχαν μη αποδεκτές ή και αιρετικές διδασκαλίες. Παρ’ όλα αυτά οι διάφορες τοπικές Εκκλησίες ακολούθησαν διαφορετικές πρακτικές στην αναγνώριση των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης, με αποτέλεσμα να μην υπάρξει ένας ενιαίος κανόνας ολόκληρης της χριστιανικής Εκκλησίας. Το μεγάλο σχίσμα μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας και αργότερα η Μεταρρύθμιση συνέβαλαν στο να παγιωθούν οι διαφορετικές παραδόσεις στο θέμα του κανόνα, με αποτέλεσμα οι τρεις μεγάλες Ομολογίες να δέχονται σήμερα διαφορετικό αριθμό βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης. Έτσι η παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας δέχεται ως «κανονικά» (=βιβλία που ανήκουν στον κανόνα), εκτός από τα 39 βιβλία της ιουδαϊκής Βίβλου (τα οποία όμως τιτλοφορούνται σύμφωνα με τους Ο’), 10 επιπλέον (Α’ ‘Έσδρας, Τωβίτ, Ιουδίθ, Α’- Β’- Γ’ Μακκαβαίων, Σοφία Σολόμωντος, Σοφία Σειράχ, Βαρούχ και Επιστολή Ιερεμίου), ανεβάζοντας τον αριθμό των βιβλίων σε 49. Εκτός από τα επιπλέον βιβλία, εκτενείς προσθήκες στα ελληνικά υπάρχουν και στα βιβλία Εσθήρ και Δανιήλ. Όσα βιβλία δεν συμπεριλαμβάνονται στον κανόνα (π.χ.Δ’Μακκαβαίων,κ.ά.) ονομάζονται «απόκρυφα».
Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ακολούθησε ανάλογη πρακτική δεχόμενη τελικά 46 βιβλία, τα οποία διακρίνει σε «πρωτοκανονικά» και «δευτεροκανονικά». Στα πρωτοκανονικά έργα συγκαταλέγονται τα 39 βιβλία της ιουδαϊκής Βίβλου, ενώ στα δευτεροκανονικά τα βιβλία Τωβίτ, Ιουδίθ, Α’ και Β’ Μακκαβαίων, Σοφία Σολομώντος, Σοφία Σειράχ, Βαρούχ (+ Επιστολή Ιερεμίου), καθώς και οι ελληνικές προσθήκες στα βιβλία Εσθήρ και Δανιήλ. Τα βιβλία που δεν συμπεριλαμβάνονται στον κανόνα αυτόν (Α’ ‘Έσδρας και Γ’ Μακκαβαίων) ονομάζονται επίσης «απόκρυφα».Τέλος, οι Εκκλησίες που προέκυψαν από τη Μεταρρύθμιση δέχτηκαν τον κανόνα της ιουδαϊκής Βίβλου με τα 39 βιβλία. Τα επιπλέον βιβλία που υπάρχουν στον κανόνα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ονομάστηκαν «απόκρυφα», ενώ όσα δεν συμπεριλαμβάνονται σ’ εκείνον «ψευδεπίγραφα» (π.χ. το Β’ Μακκαβαίων είναι «κανονικό» για τους ορθοδόξους, «δευτεροκανονικό» για τους καθολικούς και «απόκρυφο» για τους διαμαρτυρόμενους, ενώ το Γ’ Μακκαβαίων είναι αντίστοιχα «κανονικό», «απόκρυφο» και «ψευδεπίγραφο»).
Κοινό στοιχείο στους κανόνες όλων των χριστιανικών ομολογιών αποτελεί το σύστημα κατάταξης των βιβλικών έργων, που διαφέρει από εκείνο της ιουδαϊκής Βίβλου. Έτσι, τα βιβλία κατατάσσονται ανάλογα με το χαρακτήρα τους σε τρεις ομάδες, «Ιστορικά», «Ποιητικά – Διδακτικά» και «Προφητικά», αλλά η σειρά των βιβλίων ποικίλει στις διάφορες εκδόσεις της Βίβλου.
Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη
Η έκφραση ‘Καινή Διαθήκη’ προέρχεται από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό, ο οποίος κατά τον μυστικό δείπνο είπε. ‘ τούτο γάρ εστί το αίμα μου το της καινής διαθήκης το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών. (Ματθ.κεφ.26,28) δηλώνοντας έτσι τη νέα περίοδο της λυτρωτικής οικονομίας του Θεού. Η νέα αυτή περίοδος για την ανθρωπότητα, που εγκαινιάζει ο Χριστός με την σάρκωσή του και σφραγίζει με το σταυρικό του θάνατο και την ανάσταση, αποτελεί πραγματοποίηση των υποσχέσεων της Παλαιάς Διαθήκης, στα χρόνια της οποίας οι προφήτες οραματίσθηκαν μια καινούργια, αιώνια διαθήκη ανάμεσα στο Θεό και το λαό του.
Ήδη ο Ιερεμίας προαναγγέλλει. ‘ έρχονται μέρες, λέει ο Κύριος που θα κάνω καινούρια διαθήκη με το λαό του Ισραήλ και του Ιούδα…..’ ( Ιερ. Κεφ. 31,31 & κεφ. 32,40). Η υπόσχεση αυτή πραγματοποιήθηκε όχι μόνο για το λαό του Ισραήλ και του Ιούδα αλλά για όλη την ανθρωπότητα, που μπορεί να καρπωθεί τις συνέπειες της σταύρωσης και της ανάστασης.
Ο σταυρός του Χριστού, ενώ αποτελεί εκπλήρωση των επαγγελιών του παρελθόντος, είναι συγχρόνως και το ορόσημο για την αρχή μιας νέας εποχής. Τα βιβλία της Κ. Διαθήκης γράφτηκαν από άνδρες της πρώτης Εκκλησίας υπό την οδηγία του Αγίου Πνεύματος και περιέχουν την πραγματοποίηση των υποσχέσεων του Θεού με τη ζωή, το θάνατο και την ανάσταση του Χριστού, την έναρξη της βασιλείας του Θεού καθώς και την προσδοκία της μελλοντικής ολοκλήρωσής της. Τα βιβλία αυτά ονομάστηκαν Κ. Διαθήκη σε αντιδιαστολή προς τα βιβλία της προηγούμενης περιόδου της οικονομίας του Θεού, της Π. Διαθήκης.
Για την πρωτοχριστιανική Εκκλησία «Γραφή» ή «Γραφές» ήταν τα βιβλία της Π. Διαθήκης, από τα οποία οι συγγραφείς της Κ. Διαθήκης παραθέτουν φράσεις με το «γέγραπται», «λέγει η γραφή» και άλλες παρόμοιες εκφράσεις. Σιγά-σιγά δίπλα στην αυθεντία των Γραφών τοποθετείται αυτός που τις πραγματοποίησε με όσα έπραξε και είπε και κυρίως με το θάνατο και την ανάστασή Του. Ότι είπε ο Κύριος επιβάλλεται στη συνείδηση των πιστών ως ο νέος κανόνας ζωής. Ο Απ. Παύλος π.χ. στις Επιστολές του επανειλημμένα στηρίζει τη διδασκαλία του σε σχετικό λόγο του Κυρίου: «με βάση τη διδασκαλία του Κυρίου σας λέμε τούτο» [Α΄Θεσ.δ΄15], «δίνω εντολή όχι εγώ αλλά ο Κύριος» [Α’ Κορ. 7:10], «ο Κύριος καθόρισε» [Α’ Κορ. 9:14», «εγώ παρέλαβα από τον ίδιο τον Κύριο, κι’ αυτό σας παρέδωσα» [Α’ Κορ.
11:23]. Από τον 2ο αιώνα κι ύστερα οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς παραθέτουν χωρία των Ευαγγελίων εισάγοντάς τα με τις συνηθισμένες για βιβλικές παραθέσεις φράσεις «γέγραπται». Υπάρχουν ενδείξεις που οδηγούν προς την άποψη ότι στα τέλη του 1ου ή στις αρχές του 2ου αιώνα συγκεντρώθηκαν οι Επιστολές του Απ. Παύλου σε ένα σώμα και στα μέσα του 2ου αιώνα ο φιλόσοφος και μάρτυρας Ιουστίνος αναφέρεται στα «Ευαγγέλια» [σε πληθυντικό αριθμό]. Τα χαρακτηρίζει ως «Απομνημονεύματα των Αποστόλων» και μας πληροφορεί ότι διαβάζονται στις λατρευτικές συνάξεις των πιστών του Χριστού μαζί με τα συγγράμματα των προφητών.
Το ερώτημα είναι, πότε τα Ευαγγέλια μαζί με τις Επιστολές και τα λοιπά βιβλία της Κ. Διαθήκης καθιερώθηκαν ως «Γραφή», ως η «Κ. Διαθήκη». Μπορούμε να απαντήσουμε ότι κατά τα τέλη του 2ου αιώνα απαριθμούνται ως κανονικά τα περισσότερα από τα 27 βιβλία της Κ. Διαθήκης. Η κατάσταση του κανόνα της Κ. Διαθήκης στις αρχές του 3ου αιώνα απηχείται στα έργα του Ωριγένη, η μαρτυρία του οποίου έχει μεγάλη σημασία, γιατί ταξίδεψε σε πολλές Εκκλησίες [Ελλάδα, Ρώμη, Μ. Ασία, Αίγυπτο, Παλαιστίνη] και γνώρισε την πράξη των διαφόρων Εκκλησιών ως προς τα βιβλία της Κ. Διαθήκης. Ο όρος «Κ. Διαθήκη» μαρτυρείται από τα τέλη του 2ου αιώνα και επικρατεί οριστικά από τις αρχές του 3ου αιώνα και εξής. Τελικός σταθμός στην εξέλιξη και οριστική διαμόρφωση του κανόνα θεωρείται η 39η Εορταστική Επιστολή του Μ. Αθανασίου [367 μ. Χ.], στην οποία αναφέρονται ως κανονικά τα 27 βιβλία της Κ. Διαθήκης, και χωρίζονται σε 3 κατηγορίες: τα Ιστορικά, τις Επιστολές και ένα Προφητικό.
Τα Ιστορικά βιβλία (5) είναι: τα 4 ευαγγέλια (Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς, Ιωάννης) και οι Πράξεις των Αποστόλων.
Οι Επιστολές (21) είναι οι εξής: Ρωμαίους, οι 14 είναι επιστολές του Αποστόλου Παύλου οι δε υπόλοιπες 7 άλλων συγγραφέων.
Α’ Κορινθίους, Β’ Κορινθίους, Γαλάτας, Εφεσίους, Φιλιππησίους, Κολοσσαείς, Α’ Θεσσαλονικείς, Β’ Θεσσαλονικείς, Α’ Τιμόθεον, Β’ Τιμόθεον, Τίτον, Φιλήμονα, Εβραίους, Ιακώβου, Α’ Πέτρου, Β’ Πέτρου, Α’ Ιωάννου, Β’ Ιωάννου, Γ’ Ιωάννου, Ιούδα.
Το Προφητικό βιβλίο (1) είναι η Αποκάλυψη του Ιωάννη